ἀναχέω
Βίον πορίζου πάντοθεν πλὴν ἐκ κακῶν → Omni arte vitam quaere, dum ne ars sit mala → Ernähre dich auf jede Art, sofern sie gut
English (LSJ)
A pour forth, ποταμούς Ph.1.50; cause to overflow, θάλασσαν Opp.H.2.33:—Pass., ἀναχέομαι to be poured out, Anacr.42; of floods, Max. Tyr. 8.7; to be spread over a wide space, Arist.Pr.944a27, Mu.393a20, Arr.An.6.18.5: metaph., of a rumour, Plu.Aem.24.
2 metaph., relax, ἡ χάρις ἀναχεῖ τὴν ψυχήν Ph.1.104; ἡ γνῶσις ἀναχεῖται εἰς ἀγνωσίαν = is dissipated, be dissolved, Dam.Pr.29.
3 Med., aor. ἀναχέασθαι = anoint oneself, Gal.Thras.46.
II = ἀναχώννυμι, Orph.A.568 (tm.), cf. 724.
Spanish (DGE)
I 1hacer desbordar ποταμούς Ph.1.50
•pas. verter καθαρᾷ δ' ἐν κελέβῃ πέντε <τε> καὶ τρεῖς ἀναχείσθων en una copa limpia viértanse cinco (medidas de vino) y tres (de agua), Anacr.24
•fig. refundir τὸν δὲ διάβολον ... εἰς τὴν ὕλην ἀναχεθήσεσθαι Thdt.M.83.369C.
2 fig. relajar ἡ χαρὰ ... ἀναχεῖ ... τὴν ψυχήν Ph.1.104.
II v. med. ἀναχέομαι
1 extenderse una masa líquida Ὠκεανὸς ... ἀναχεῖται Arist.Mu.393a20, θάλασσα Plu.2.1078d, cf. Arr.An.6.18.5
•fluir de la sangre, Hp.Loc.Hom.3
•extenderse por el cuerpo, untarse aceite, Gal.5.895.
2 fig. difundirse un rumor τῆς φήμης ἀναχεομένης εἰς τὸ πλῆθος Plu.Aem.24
•diluirse ἡ γνῶσις ἀναχεῖται εἰς ἀγνωσίαν Dam.Pr.29.
German (Pape)
[Seite 215] (s. χέω), darauf gießen; pass., von Flüssen, sich ergießen, Plut.; übh. sich ausbreiten, φλόγες ἀνακεχυμέναι Ath. XI, 474 d; φήμης ἀναχεομένης ἐς τὸ πλῆθος, als sich das Gerücht unter das Volk verbreitete, Plut. Aem. P. 24; γαλήνη εἰς ἅπαντας ἀναχεομένη Non posse suav. v. s. Epic. 17.
French (Bailly abrégé)
faire déborder;
Moy. ἀναχέομαι;
1 intr. déborder, s'écouler dans ; fig. se répandre;
2 tr. répandre autour de soi.
Étymologie: ἀνά, χέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀναχέω:
1 наливать, вливать (ὕδατος εἴκοσι μέτρα Hom. - in tmesi);
2 med.-pass. разливаться (Ὠκεανὸς ἀναχεῖται Arst.; ποταμοὶ ἀναχεόμενοι Plut.);
3 распространяться (φήμη ἀναχεομένη ἐς τὸ πλῆθος Plut.): ἀναχεομένη πραγμάτων γαλήνη Plut. воцарившееся спокойствие.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναχέω: μέλλ. -χεῶ, χύνω ἐν ἀφθονίᾳ ἢ ἐπάνω, ἀνέχευε καὶ ἐξέστεψε θάλασσαν Ὀππ. Ἁλ. 2. 33: - παθ., χύνομαι ἐπάνω, ἐξαπλοῦμαι εἰς μεγάλην ἔκτασιν, Ἀριστ. Προβλ. 26. 34, π. Κόσμ. 3. 8. ΙΙ. = ἀναχώννυμι Ὀρφ. Ἀργ. 568 (ἐν τμήσει), πρβλ. 724.
Greek Monolingual
ἀναχέω (Α) (Μ ἀναχύνω)
μσν.
ανασκάπτω, καταστρέφω
αρχ.
ενεργ.
1. χύνω κάτι σε μεγάλη ποσότητα
2. συσσωρεύω χώμα για να κατασκευάσω τύμβο
3. (μέσ., -ομαι), εξαπλώνομαι, διαδίδομαι.