κατάρρους

From LSJ
Revision as of 16:23, 14 November 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζήτει σεαυτῷ σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaerere tuarum rerum auxilium memineris → für deine Pflichten suche einen Partner dir

Menander, Monostichoi, 188
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάρρους Medium diacritics: κατάρρους Low diacritics: κατάρρους Capitals: ΚΑΤΑΡΡΟΥΣ
Transliteration A: katárrous Transliteration B: katarrous Transliteration C: katarrous Beta Code: kata/rrous

English (LSJ)

κατάρρουν, contr. for κατάρροος.

French (Bailly abrégé)

κατάρρους, κατάρρουν :
1 adj. qui coule en bas;
2 subst.κατάρρους flux d'humeurs ; particul. catarrhe, rhume.
Étymologie: καταρρέω.

Greek Monolingual

-ουν (AM κατάρρους, κατάρρουν και κατάρροος, κατάρροον) καταρρέω
το αρσ. ως ουσ. ο κατάρρους
η καταρροή, το συνάχι
μσν.-αρχ.
1. αυτός που ρέει προς τα κάτω ορμητικά («κατάρρους Νεῖλος», Φιλόστρ.)
2. γεμάτος από χειμάρρους
αρχ.
το αρσ. ως ουσ.κατάρρους, -οος
α) η ροή προς τα κάτω
β) η διάρροια.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάρρους -ουν, zonder contr. κατάρροος -οον [καταρρέω] geneesk. subst. uitscheiding van lichaamsvocht.

English (Woodhouse)

(see also: κατάρροος) cold in the head

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=καταρροή τῆς μύτης, συνάχι). Ἀπό τό καταρρέωκατά + ρέω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

catarrh

Arabic: نَزْلَة; Bulgarian: катар; Catalan: catarro; Dutch: slijmvliesontsteking, catarre; Esperanto: kataro; Estonian: limaskestapõletik, katarr; Faroese: rovubruni; Finnish: katarri; French: catarrhe; German: Katarrh; Ancient Greek: κατάρρους, κατάρροος; Hebrew: נַזֶּלֶת; Hindi: ज़ुकाम, जुकाम, सर्दी, प्रतिश्याय; Hungarian: hurut; Ido: kataro; Irish: réama; Italian: catarro; Latin: gravedo, coryza, catarrhus, destillatio, gravitudo, influxio, rheuma; Macedonian: катар; Maori: kauanu, hinamokimoki; Navajo: chʼiish; Polish: katar; Portuguese: catarro; Russian: катар; Sanskrit: प्रतिश्याय; Spanish: catarro; Swedish: katarr; Urdu: سردی; Venetan: catar; Vilamovian: śnöp; Volapük: katar