ἐξιστορέω

From LSJ
Revision as of 07:48, 15 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "E.''Hec.''" to "E.''Hec.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξιστορέω Medium diacritics: ἐξιστορέω Low diacritics: εξιστορέω Capitals: ΕΞΙΣΤΟΡΕΩ
Transliteration A: existoréō Transliteration B: existoreō Transliteration C: eksistoreo Beta Code: e)cistore/w

English (LSJ)

A search out, inquire into, τι A.Th.506, Ch.678, E.Hec. 744, J.AJ3.14.2, Porph.Abst.2.49.
2 inquire of, τινά τι Hdt.7.195, E.Hec.236; ἐ. τινὰ εἰ.. Id.Or.289.
3 roam about, πόλιν X. Eph.1.12.
II explain, set forth, τὴν τοῦ πράγματος διάθεσιν POxy. 486.12 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 883] ausfragen, ausforschen; τινά, Her. 7, 105; μοῖραν Aesch. Spt. 488; καὶ σαφηνίσαι ὁδόν Choeph. 667; ὁδὸν βουλευμάτων Eur. Hec. 744, öfter; Sp. auch = betrachten, besehen.

French (Bailly abrégé)

ἐξιστορῶ :
chercher à connaître à fond : τι qch ; τινά τι s'informer de qch auprès de qqn.
Étymologie: ἐξ, ἱστορέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξιστορέω:
1 разузнавать, расследовать: ἐξιστορῆσαι ὁδὸν τῶν βουλευμάτων τινός Eur. разгадать направление чьих-л. замыслов;
2 расспрашивать, выведывать (τι Aesch., Eur.; τινά τι Her., Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξιστορέω: ἐξερευνῶ, μανθάνω, βεβαιοῦμαι, θέλων ἐξιστορῆσαι μοῖραν Αἰσχύλ. Θήβ. 506, Χο. 678, Εὐρ. Ἑκ. 744. 2) ἀνακρίνω τινὰ καὶ μανθάνω περί τινος, τούτους οἱ Ἕλληνες ἐξιστορήσαντες τὰ ἐβούλοντο πυθέσθαι... ἀποπέμπουσι Ἡρόδ. 7. 195. Εὐρ. Ἑκ. 236· ἐξ. τινα εἰ... ὁ αὐτὸς ἐν Ὀρ. 289: ῥηματ. ἐπίθ. ἐξιστορητέον, δεῖ ἐξιστορεῖν, Κλήμ. Ἀλ. 564.

Greek Monotonic

ἐξιστορέω: μέλ. -ήσω,
1. ψάχνω, διερευνώ, σε Αισχύλ.
2. ανακρίνω κάποιον για κάτι, τινά τι, σε Ηρόδ., Ευρ.

Middle Liddell

fut. ήσω
1. to search out, inquire into, Aesch.
2. to inquire of, τινά τι Hdt., Eur.