ἐπιτειχισμός
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
English (LSJ)
ὁ, = ἐπιτείχισις, Th.7.18, X.HG5.1.2; τῇ χώρᾳ against it, Th.1.122: metaph., ἕτερον κατὰ τῆς πόλεως ἐ. ἐζήτει D.18.87.
German (Pape)
[Seite 990] ὁ, = ἐπιτείχισις, τῇ χώρᾳ Thuc. 1, 122; Xen. Hell. 5, 1, 2; ἕτερον κατὰ τῆς πόλεως ἐπιτειχισμὸν ἐζήτει Dem. 18, 87, er versuchte einen Angriff; übertr., Philo.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
c. ἐπιτείχισμα.
Étymologie: ἐπιτειχίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτειχισμός: ὁ Thuc., Xen., Dem. = ἐπιτείχισις.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτειχισμός: ὁ, = ἐπιτείχισις, Θουκ. 7. 18, Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 2· τῇ χώρᾳ, κατ’ αὐτῆς, Θουκ. 1. 122· μεταφ., ἕτερον κατὰ τῆς πόλεως ἐπιτ. ἐζήτει Δημ. 254. 20.
Greek Monolingual
ο (Α ἐπιτειχισμός) επιτειχίζω
η οικοδόμηση φρουρίων, οχυρωμάτων, τειχών, η εκτέλεση οχυρωματικών έργων («σίδηρόν τε... καὶ τὰ ἄλλα ἐργαλεῖα ἠτοίμαζον εἰς τὸν ἐπιτειχισμόν», Θουκ.)
αρχ.
κάθε μέσο επίθεσης ή άμυνας («ἕτερον κατὰ τῆς πόλεως ἐπιτειχισμόν ἐζήτει», Δημοσθ.).
Greek Monotonic
ἐπιτειχισμός: ὁ, = ἐπιτείχισις, σε Θουκ., Ξεν.
Middle Liddell
ἐπιτειχισμός, ὁ, [from ἐπιτειχίζω = ἐπιτείχισις, Thuc., Xen.]
English (Woodhouse)
Lexicon Thucydideum
munitio in agro hostili, fortification on enemy territory, 1.122.1, 7.18.4, 7.28.3, [praeterea vulgo moreover in the common texts 5.17.2, περιαγγελλομένη κατὰ πόλεις ὡς ἐπιτειχισμόν, ubi nunc where now ἐπὶ τειχισμόν.]