ἀνωθέω
English (LSJ)
A push up or forth, ἀνώσαντες πλέον (sc. ναῦν) they pushed off from shore and sailed, Od.15.553; ἀ. τὴν πόλιν εἰς τοὺς πολεμίους Th.8.93:—Pass., to be thrust upwards, Arist.Pr.931b35.
2 push back, Hp.Art.80; ὅστις σῖτον.. ἐσαχθέντα ἀνωθεοίη SIG37 A10 (Teos): —Med., repel, repulse, οὗτοι ἦσαν οἱ βασιλέα.. ἀνωσάμενοι Hdt.7.139, cf. 8.109.
3 support, of buoyant water, Olymp. in Mete.81.23, al.
4 metaph., hand over, τὰ πράγματα πρὸς τὸν δῆμον D.C.52.17; refer, τὰς ἐλαττώσεις εἰς τοὺς στρατηγήσαντας Id.Fr.43.18.
5 intr., push one's way up, εἰς τὸ πρόσαντες J.BJ3.7.5.
Spanish (DGE)
1 empujar ἀνώσαντες (sc. νῆα) πλέον ἐς πόλιν Od.15.553
•echar en brazos τὴν πόλιν ... ἐς τοὺς πολεμίους Th.8.93
•impulsar, echar ἐς τὸν δῆμον τὰ πράγματα D.C.52.17.2
•fig. atribuir τὰς ... ἐλαττώσεις ἐς τοὺς στρατηγήσαντας D.C.43.18.
2 empujar hacia arriba τὸ θερμὸν ἀνωθεῖ ἀπὸ τῆς γῆς τὰς νεφέλας Arist.Mete.348a20, πέτραν ... ῥᾳδίως ἀνέωσε Plu.Thes.6
•dud. sostener del agua del mar μείζονα πλοῖα ἀνωθεῖ ἤπερ τὸ ὕδωρ τὸ ἐν λίμνῃ Olymp.in Mete.81.23
•en v. pas. ser empujado hacia arriba ἡ γὰρ πομφόλυξ ὑγροῦ ὑπ' ἀέρος κάτωθεν ἀνωθουμένου ἐστίν Arist.Pr.931b35.
3 empujar hacia atrás al feto, Hp.Superf.4, una articulación dislocada, Hp.Art.80
•τὴν δὲ εἰσορμιζομένην (sc. ναῦν) πᾶς τῶν ναυτῶν ... ἀνωθεῖ εἰς τὸ ἐναντίον Sch.Arat.34M., ὅστις ... σῖτον ... ἐσαχθέντα ἀνωθεοίη SIG 37A.10 (Teos)
•en v. med. rechazar βασιλέα Hdt.7.139, cf. 8.109
•act. ἀνῶσαί τε καὶ οὐ μετρίως σκῦλαι ὑβρίζοντας UPZ 8.21 (II a.C.).
German (Pape)
[Seite 268] (s. ὠθέω), in die Höhe stoßen, empordrängen; Od. 15. 553 ἀνώσαντες πλέον, sc. ναῦν, nachdem sie das Schiff vom Ufer abgestoßen hatten auf das hohe Meer; πέτραν, hochheben, Plut. Thes. 6; τὴν πόλιν ἐς τοὺς πολεμίους Thuc. 8, 93; pass., Arist. Probl. 23, 4; – med., von sich ab-, zurückstoßen, ἀνωσάμενοί τι Her. 7, 139. 8, 109.
French (Bailly abrégé)
ἀνωθῶ :
pousser vers la haute mer;
Moy. ἀνωθέομαι, ἀνωθοῦμαι repousser, acc..
Étymologie: ἀνά, ὠθέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνωθέω:
1 толкать вверх, поднимать (κάτωθέν τι Arst., τὴν πέτραν Plut.);
2 med. отбрасывать от себя, отражать (sc. Ξέρξεα Her.);
3 (sc. νῆα) отталкиваться от берега, отчаливать (ἀνώσαιντες πλέον ἐς πόλιν Hom.);
4 отдавать, выдавать (τὴν πόλιν ἐς τοὺς πολεμίους Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνωθέω: μέλλ. ἀνώσω: - ὠθῶ πρὸς τὰ ἄνω ἢ ἐμπρός, ἀνώσαντες [δηλ. τὴν ναῦν] πλέον ἐς πόλιν, ὠθήσαντες αὐτὴν μακρὰν ἀπὸ τῆς ἀκτῆς ἔπλεον εἰς τὴν πόλιν, Ὀδ. Ο. 553· - ὡς τὸ Λατ. protrudere in altum, μηδ’ ἐς τοὺς πολεμίους ἀνῶσαι [τὴν πόλιν], μηδὲ ἐμβαλεῖν τὴν πόλιν ἐς τὰς τῶν πολεμίων χεῖρας, «μηδὲ νὰ τὴν κάμετε νὰ πέση εἰς τὰ χέρια τῶν εχθρῶν» Θουκ. 8. 93: - Παθ., ὠθοῦμαι πρὸς τὰ ἄνω, Ἀριστ. Πρβλ. 23. 4, 3. 2) ὠθῶ πρὸς τὰ ὀπίσω, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 839· πέμπω ὀπίσω, ὅστις σῖτον… ἐπαχθέντα ἀνωθεοίη Συλλ. Ἐπιγρ. 3044. 51: - Μέσ., ἀπωθῶ, ἀποκρούω, οὗτοι ἦσαν οἱ… βασιλέα… ἀνωσάμενοι Ἡρόδ. 7. 139, πρβλ. 8. 109.
English (Autenrieth)
only aor. part. ἀνώσαντες: shove off from land, Od. 15.553†.
Greek Monotonic
ἀνωθέω: μέλ. -ώσω,
1. σπρώχνω ωθώ μακριά από την ακτή, σε Ομήρ. Οδ.
2. Μέσ., απωθώ, αποκρούω, διώχνω μακριά μου, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
1. to push up, push off from shore, Od.
2. Mid. to push back from oneself, to repel, repulse, Hdt.
Lexicon Thucydideum
protrudere, to thrust forward, 8.93.2.