ἐκπορθέω
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
English (LSJ)
A pillage, πόλεις E.Tr.95; οἰκίας Lys.12.83, cf. Herod. 3.5 (tm.), Plb.2.32.4, etc.:—Pass., of a person, to be undone, ὑπ' ἄτης ἐκπεπόρθημαι τάλας S.Tr.1104; γραῦς..κρᾶτ' ἐκπορθηθεῖσ' E.Tr.142 (lyr.).
II carry off as plunder, τὰ ἐνόντα Th.4.57.
Spanish (DGE)
• Morfología: [perf. ind. ἐκ ... πεπόρθηκεν Herod.3.5 (tm.)]
I ref. a inanim.
1 pillar, saquear πόλιν δὲ ταύτην Archil.123.18, τὰ ἐνόντα ἐξεπόρθησαν Th.4.57, cf. 8.41, ὅστις ἐκπορθεῖ πόλεις, ναούς τε τύμβους θ' E.Tr.95, Τροίαν E.IA 1398, cf. Palaeph.38, D.S.14.96, I.BI 6.339, Luc.Par.10, οἰκίας Lys.12.83, τὴν χώραν αὐτῶν Aeschin.3.108, τὰς κατοικίας Plb.2.32.4, ἔκ ... τὴν στέγην πεπόρθηκεν Herod.l.c., c. dat. instrum. πᾶσαν Ἀκτὴν ἐξεπόρθησαν δορί Lyc.1339, en v. pas. πόλεις ὑπὸ τῶν βαρβάρων ἐκπεπορθημένας Pl.Ep.331e, ἡτοίμαστο ... οἴκους τε αὐτοῦ ἐκπορθεῖσθαι ὑπὸ ἀνόμων LXX Ib.12.5, θησαυρόν ... οὐ ... βαρβάρων ὅπλοισιν ἐκπορθούμενον Amph.Seleuc.28.
2 fig., c. compl. de abstr. destruir νηστεία ... ἐκπορθεῖ τὰ πάθη Chrys.M.60.713, en v. pas. παρ' οἷς (χριστιανοῖς) ... ἀδικία ἐκπορθεῖται Thphl.Ant.Autol.3.15.
II ref. a pers.
1 despojar, saquear las propiedades de πᾶν τὸ πεδίον ἐπιδραμὼν καὶ τοὺς μὲν ἐκπορθήσας Plb.23.8.6, fig. en v. pas., c. ac. de rel. γραῦς ... κρᾶτ' ἐκπορθηθεῖσ' una vieja con los cabellos arrancados E.Tr.142
•cobrar por la fuerza ἐντέταλται μοι παραλαβὼν στρατιώτας ἐκπορθῆσαι αὐτούς PTeb.37.14 (I a.C.).
2 destruir, aniquilar ἐκπορθήσας ἐνίκησεν πάντας τοὺς πολεμίους LXX 4Ma.17.24, cf. Hld.9.6.2, c. dat. instrum. ἐκείνους δὲ Κυρίνιος ἐξεπόρθησε λιμῷ Str.12.6.5, en v. pas. ὑπ' ἄτης ἐκπεπόρθημαι τάλας S.Tr.1104.
German (Pape)
[Seite 776] gänzlich zerstören, verwüsten, πόλεις, Τροίαν, Eur. Tr. 95 I. A. 1398; χώραν Aesch. 3, 108; οἰκίας Lys. 12, 83; τὴν πόλιν κατέκαυσαν καὶ τὰ ἐνόντα ἐξεπόρθησαν Thuc. 4, 57, plündern. – Übertr., τυφλῆς ὑπ' ἄτης ἐκπεπόρθημαι Soph. Tr. 1094, ich bin ganz vernichtet; vgl. Eur. Tr. 142.
French (Bailly abrégé)
ἐκπορθῶ :
1 saccager, détruire, acc. ; en parl. de pers. ἐκπεπόρθημαι τάλας SOPH je suis consumé (par un venin caché), infortuné que je suis;
2 piller, acc..
Étymologie: ἐκ, πορθέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκπορθέω:
1 разрушать дотла (Τροίαν Eur.);
2 разорять, грабить (οἰκίας Lys.; χώραν Aeschin.);
3 расхищать (τὰ ἐνόντα, sc. τῆς πόλεως Thuc.);
4 уничтожать, губить, pass. гибнуть (τυφλῆς ὑπ᾽ ἄτης ἐκπεπόρθημαι Soph.): κρᾶτ᾽ ἐκπορθηθείς Eur. с обезображенной головой.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπορθέω: ἐκπέρθω, κυριεύω, λεηλατῶ, αἰχμαλωτεύω, σκυλεύω, Εὐρ. Τρῳ. 95, Λυσ. 127. 42, κτλ. - Παθ., ἐπὶ προσώπων, καταστρέφομαι, χάνομαι, ὑπ’ ἄτης ἐκπεπόρθημαι τάλας Σοφ. Τρ. 1104, πρβλ. Εὐρ. Τρῳ. 142. ΙΙ. ἀποκομίζω ὡς λάφυρον, ὡς λείαν, τὰ ἐνόντα Θουκ. 4. 57.
Greek Monotonic
ἐκπορθέω: μέλ. -ήσω·
I. λεηλατώ, αρπάζω, σε Ευρ. κ.λπ. — Παθ., λέγεται για πρόσωπο, καταστρέφομαι, χάνομαι, σε Σοφ., Ευρ.
II. λαφυραγωγώ, σε Θουκ.
Middle Liddell
fut. ήσω
I. to pillage, Eur., etc.:—Pass., of a person, to be undone, Soph., Eur.
II. to carry off as plunder, Thuc.