ἐνδιαιτάομαι

From LSJ
Revision as of 14:19, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr

Menander, Monostichoi, 72
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνδῐαιτάομαι Medium diacritics: ἐνδιαιτάομαι Low diacritics: ενδιαιτάομαι Capitals: ΕΝΔΙΑΙΤΑΟΜΑΙ
Transliteration A: endiaitáomai Transliteration B: endiaitaomai Transliteration C: endiaitaomai Beta Code: e)ndiaita/omai

English (LSJ)

Ion. ἐνδιαιτέομαι, live or dwell in a place, ἐν τῷ ἱρῷ Hdt. 8.41; μνήμη παρ' ἑκάστῳ ἐ. Th.2.43; οἰκία ἡδίστη ἐνδιαιτᾶσθαι X.Mem. 3.8.8, cf. Crates Theb.15; ἐπίνοια ἐ. ἡμῖν Plu.2.608e; ἡδονὴ ἐ. τῇ γνώμῃ Lib.Or.64.116.

Spanish (DGE)

1 vivir, habitar c. suj. de pers. o anim. ὄφιν μέγαν ... ἐνδιαιτᾶσθαι ἐν τῷ ἱρῷ Hdt.8.41, ὅπως (οἰκία) ἡδίστη τε ἐνδιαιτᾶσθαι καὶ χρησιμωτάτη ἔσται X.Mem.3.8.8, cf. Crates Theb.SHell.364.3, I.AI 3.300, ὡς ἐν οἰκητηρίοις Posidon.62a, ὄρνις ... ἀεὶ τῇ θαλάττῃ ἐνδιατωμένη Aesop.25.3
fig. c. suj. de abstr. habitar, permanecer ἄγραφος μνήμη παρ' ἑκάστῳ ... ἐνδιαιτᾶται Th.2.43, τὴν ἐπίνοιαν αὐτῆς ἐνδιαιτᾶσθαι καὶ συμβιοῦν ἡμῖν Plu.2.608e, cf. Lib.Or.64.116, τὴν ψυχὴν τοῦ ἐρῶντος ἐνδιαιτᾶσθαι τῇ τοῦ ἐρωμένου Plu.2.759c, τῷ θεῷ ... ἐνδιαιτᾶσθαι δεῖ τὸ ἅγιον πνεῦμα Dion.Rom. en Ath.Al.Decr.26, cf. Cyr.Al.Mt.163.18, Synes.Regn.29, ἐν ᾧ (κόσμῳ) ψυχὴ ἐνδιαιτᾶται Plot.4.8.2.
2 permanecer, residir temporalmente τῇ Ῥώμῃ I.AI 17.84, καθ' ἃς (ἡμέρας) ἐνδιαιτᾶσθαι τῷ ναῷ τοῖς μὴ ἱερωμένοις ἀπηγόρευτο Hld.8.3.5.

German (Pape)

[Seite 833] ion. -τέομαι, darin sich aufhalten, wohnen; ἐν τῷ ἱρῷ Her. 8, 41; οἰκία ἡδίστη ἐνδιαιτᾶσθαι Xen. Mem. 3, 8, 8; übtr., ἡ ἐπί. νοια ἐν ἡμῖν ἐνδιαιτᾶται Plut. cons. ux. 3.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
vivre ou habiter dans.
Étymologie: ἐν, διαιτάομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐνδιαιτάομαι: ион. ἐνδιαιτέομαι (где-л.) жить, обитать (ἐν τῷ ἱρῷ Her.; παρά τινι Thuc.; перен. τῇ ψυχῇ τινος Plut.): χρησιμωτάτη ἐ. οἰκία Xen. наиболее удобный для жилья дом.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνδιαιτάομαι: Ἰων. -έομαι, ἀποθ.· ― κατοικῶ, διαμένω ἔν τινι τόπῳ, ἐν τῷ ἱρῷ Ἡρόδ. 8. 41· παρά τινι Θουκ. 2. 43· οἰκία ἠδίστη ἐνδιαιτῆσθαι Ξεν. Ἀπομν. 3. 8, 8· ἡ διάνοια ἐνδ. ἡμῖν Πλούτ. 2. 608Ε.

Greek Monotonic

ἐνδῐαιτάομαι: Ιων. -έομαι, αποθ., κατοικώ ή διαμένω σε κάποιον τόπο, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.

Middle Liddell

ionic -έομαι
Dep. to live or dwell in a place, Hdt., Thuc., etc.

Lexicon Thucydideum

permanere, to remain, 2.43.3.