ἠπειρωτικός
οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
English (LSJ)
ἠπειρωτική, ἠπειρωτικόν,
A continental, ἔθνη X.HG6.1.12, Arist.Pol.1338b22.
2 of a landsman, βίος Max. Tyr.19.7, cf. 8.9, al.
II of Epirus, πᾶν τὸ Ἠπειρωτικόν Th.3.102; Ἠ. [μῆλα] Dsc. 1.115.
German (Pape)
[Seite 1174] auf dem Festlande, ἔθνη, Gegensatz Inselbewohner, Xen. Hell. 6, 1, 4. – Adv., Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
du continent.
Étymologie: ἠπειρώτης.
Russian (Dvoretsky)
ἠπειρωτικός: материковый (ἔθνη Xen., Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἠπειρωτικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἠπειρώτην, Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 4. - Ἐπίρρ. -ῶς, Συνέσ. σ. 111. ΙΙ. ἐκ τῆς Ἠπείρου, πᾶν τὸ Ἠπειρωτικόν Θουκ. 3. 102, κλπ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἠπειρωτικός, -ή, -όν) ηπειρώτης
1. αυτός που ανήκει ή προσιδιάζει σε μεγάλη έκταση γης, σε αντιδιαστολή με τα νησιά (α. «ηπειρωτική Ευρώπη» β. «ἠπειρωτικά ἔθνη καρπουμένους», Ξεν.)
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή κατάγεται ή προέρχεται από την Ήπειρο
νεοελλ.
φρ.
1. «ηπειρωτικό κλίμα» — το κλίμα του εσωτερικού τών ηπείρων στις περιοχές τών μέσων γεωγραφικών πλατών, το οποίο χαρακτηρίζεται από μεγάλο θερμικό εύρος ανάμεσα στον χειμώνα και στο καλοκαίρι
2. «ηπειρωτική αέρια μάζα» — εκτεταμένη μάζα αέρα, η οποία δημιουργείται πάνω από τις ηπείρους και χαρακτηρίζει τις εσωτερικές, ηπειρωτικές, μη ορεινές περιοχές.
επίρρ...
ἠπερωτικῶς (Α)
με ηπειρωτικό τρόπο.
Greek Monotonic
ἠπειρωτικός: -ή, -όν,
I. αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε ηπειρώτη, σε Ξεν.
II. αυτός που προέρχεται από την Ήπειρο, σε Θουκ.
Middle Liddell
ἠπειρωτικός, ή, όν [from ἠπειρώτης
I. continental, Xen.
II. of Epirus, Thuc.
English (Woodhouse)
Lexicon Thucydideum
qui in continenti habitant, who dwell on the mainland, 3.94.3, 3.102.6.