παραδωσείω

From LSJ
Revision as of 14:23, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → silence for all women is an ornament (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραδωσείω Medium diacritics: παραδωσείω Low diacritics: παραδωσείω Capitals: ΠΑΡΑΔΩΣΕΙΩ
Transliteration A: paradōseíō Transliteration B: paradōseiō Transliteration C: paradoseio Beta Code: paradwsei/w

English (LSJ)

Desiderat. of παραδίδωμι, to be disposed to deliver up, Th.4.28 (fort. -δοσ-, cf. συμβασείω).

German (Pape)

[Seite 478] desiderat. von παραδίδωμι, ich bin geneigt zu übergeben oder zu überliefern, Thuc. 4, 28.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
avoir envie de livrer.
Étymologie: παραδώσω, f. de παραδίδωμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραδωσείω, desid. bij παραδίδωμι, geneigd zijn te geven.

Russian (Dvoretsky)

παραδωσείω: [desiderat. к παραδίδωμι (только praes.) быть готовым передать Thuc.

Greek Monolingual

Α
επιθυμώ να παραδώσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. παραδωσ- του παραδίδωμι + εφετική κατάλ. -(σ)είω (πρβλ. πολεμησείω, ναυμαχη-σείω)].

Greek Monotonic

παραδωσείω: εφετικό του παραδίδωμι, είμαι διατεθειμένος να παραδώσω, επιθυμώ να διαβιβάσω, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

παραδωσείω: ἐφετ. τοῦ παραδίδωμι, εἶμαι διατεθειμένος νὰ παραδώσω, Θουκ. 4. 28.

Middle Liddell

[Desiderat. of παραδίδωμι
to be disposed to deliver up, Thuc.

Lexicon Thucydideum

tradere cupere, to be eager to hand over, 4.28.2.