κρημνώδης

From LSJ
Revision as of 14:29, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρημνώδης Medium diacritics: κρημνώδης Low diacritics: κρημνώδης Capitals: ΚΡΗΜΝΩΔΗΣ
Transliteration A: krēmnṓdēs Transliteration B: krēmnōdēs Transliteration C: krimnodis Beta Code: krhmnw/dhs

English (LSJ)

κρημνῶδες, precipitous, Th.7.84, Dsc.4.144, Onos.10.17, etc.; τὸ κ. τῆς ὄχθης Plu.Tim.31: Sup., Hdn.6.5.5.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
escarpé.
Étymologie: κρημνός, -ωδης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρημνώδης -ες [κρημνός] steil.

German (Pape)

ες, einem κρημνός ähnlich, abschüssig, steil; Thuc. 7.84; τὸ κρημνῶδες τῆς ὄχθης Plut. Timol. 31; κρημνωδέστατος Hdn. 6.5.11.

Russian (Dvoretsky)

κρημνώδης: крутой, обрывистый (τὰ θάτερα τοῦ ποταμοῦ Thuc.; κ. καὶ τραχεῖα νῆσος Plut.).

Greek Monolingual

-ες (AM κρημνώδης, -ῶδες)
αυτός που μοιάζει με γκρεμό ή ο γεμάτος γκρεμούς, απότομος («τὸ κρημνῶδες τῆς ἑκατέρωθεν ὄχθης», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρημνός + -ώδης].

Greek Monotonic

κρημνώδης: -ες (εἶδος), απόκρημνος, απότομος, κατακόρυφος, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

κρημνώδης: -ες, (εἶδος) ἀπότομος, ἀπόκρημνος, Θουκ. 7. 84, κτλ.· τὸ κρημνῶδες τῆς ὄχθης Πλουτ. Τιμολ. 31.

Middle Liddell

κρημν-ώδης, ες εἶδος
precipitous, Thuc.

English (Woodhouse)

precipitous, sheer, steep

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

praeruptus, steep, precipitous, 7.78.5,
Neutr. subst. neuter substantive 4.36.2, 6.103.1. 7.84.4.