νυκτερινός
English (LSJ)
νυκτερινή, νυκτερινόν, (νύξ)
A by night, of night, nightly, nocturnal, φυλακή Ar.V.2; ξύνοδοι Id.Eq.477; ἀείσματα Eup.139; πυρετός Hp.Epid.1.5; στρατηγός (= νυκτοστράτηγος) Str.17.1.12, CIG2930 (Tralles); φρίξ POxy.924.4 (iv A.D.); ἀναχώρησις Th.4.128; σύλλογος Pl.Lg.909a, cf. Arist.HA592b8; φέγγος Aen.Tact.10.25; ν. σύσσημα Id.4.5; νυκτερινὸν γενέσθαι = to happen by night, Ar.Ach.1162; νυκτερινώτατόν τι τολμᾶν = at dead of night, Luc.Icar.21.
2 Astrol., potent by night, Ptol.Tetr.20.
3 Subst., νυκτερινός, ὁ, a kind of musical composition for the flute, used in Dionysiac worship, BCH50.235 (Thasos, iii B.C.).
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de nuit, nocturne ; νυκτερινώτατόν τι τολμᾶν LUC tenter un coup (d'audace) dans une nuit profonde.
Étymologie: νύξ.
German (Pape)
nächtlich, bei Nacht; φέγγος, Plat. Rep. VI.508c; σύλλογος, Legg. X.909a; φυλακαί, Xen. Hell. 7.1.5; κήρυγμα, 5.4.10; Sp., wie Pol., ἐπιθέσεις, σύνθημα, 4.8.11, 6.34.7; Opp. Cyn. 3.266; νυκτερινώτατόν τι τολμᾶν, in tiefster Nacht, Luc. Icar. 21.
Russian (Dvoretsky)
νυκτερινός: ночной (φυλακή Arph.; ξύλλογος Plat.; ἀναχώρησις Thuc.; δείματα Plut.): ν. γενέσθαι Arph. случиться ночью; νυκτερινώτατον Luc. глубокой ночью.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτερῐνός: -ή, -όν, (νὺξ) ὡς καὶ νῦν, Λατ. nocturnus, φυλακὴ Ἀριστοφ. Σφ. 2· ξύνοδοι ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 477· ἀείσματα Εὔπολις ἐν «Εἵλωσι» 3· πυρετὸς Ἱππ. Ἐπιδ. 1. 943· ἀναχώρησις Θουκ. 4. 128· ξύλλογος Πλάτ. Νόμ. 909A· ἐπί τινων πτηνῶν (πρβλ. νυκτερίς), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 2· ― τοῦτο μὲν αὐτῷ κακὸν ἕν κᾆθ’ ἕτερον νυκτερινὸν γένοιτο, κατὰ τὴν νύκτα, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1162· νυκτερινώτατόν τι τολμᾶν, κακὰ τὸ σκοτεινότατον μέρος τῆς νυκτός, Λουκ. Ἰκαρομ. 21· τὸ ν., διὰ νυκτός, Χρησμ. Σιβ. 3. 250. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «νυκτερινοὶ κύνες· οἱ λύκοι. τινὲς δὲ εἶδος ὑποδήματος γυναικείου». Ἐπίρρ. -νῶς, Ἐπιφάν. τ. 2, σ. 279Α. Πρβλ. νύκτερος. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 332.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ νυκτερινός, -ή, -όν)
βλ. νυχτερινός.
Greek Monotonic
νυκτερῐνός: -ή, -όν (νύξ), αυτός που συμβαίνει ή ανήκει στη νύχτα, νυκτερινός, Λατ. nocturnus, σε Αριστοφ.· νυκτερινὸν γενέσθαι, συμβαίνω τη νύχτα, στον ίδ.
Middle Liddell
νυκτερῐνός, ή, όν [νύξ]
by night, nightly, Lat. nocturnus, Ar.; ν. γενέσθαι to happen by night, Ar.