συνελευθερόω
Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
English (LSJ)
A join in freeing from, τινὰς τοῦ μουνάρχου Hdt.5.46; τὴν πόλιν ἀπ' Ἀθηνάων IG12(9).187.8 (Eretria, v B.C.).
2 abs., join in freeing, τὴν Ἑλλάδα Hdt.7.157, cf. 51, Th.2.72, 6.56.
German (Pape)
[Seite 1014] mit, zugleich befreien, τινά τινος; Her. 5, 46. 7, 51. 157; Thuc. 2, 72. 6, 56, Ἑλλάδα, Dem. 59, 96.
French (Bailly abrégé)
συνελευθερῶ :
aider à s'affranchir de, gén. ou ἀπό τινος ; abs. aider à affranchir, acc..
Étymologie: σύν, ἐλευθερόω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-ελευθερόω, Att. ook ξυνελευθερόω helpen bevrijden; met acc. en gen. iem. van iem.. Hdt. 5.46.2.
Russian (Dvoretsky)
συνελευθερόω:
1 вместе освобождать, помогать освободить (τινα Her., Thuc.);
2 помогать освободиться (τινά τινος Her. и ἀπό τινος Plut.).
Greek Monotonic
συνελευθερόω: μέλ. -ώσω, ελευθερώνω από κοινού, ελευθερώνω από κάποιον, με γεν., σε Ηρόδ.· απόλ., συμβάλλω στην απελευθέρωση, στον ίδ., Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
συνελευθερόω: ἀπὸ κοινοῦ ἐλευθερώνω ἀπό τινος, αὐτοὺς τοῦ μουνάρχου Ἡρόδ. 5. 42. 2) ἀπολ., ἐλευθερώνω ὁμοῦ, τὴν Ἑλλάδα ὁ αὐτ. 7. 51, 157, Θουκ. 2. 72.
Middle Liddell
fut. ώσω
to join in freeing from another, c. gen., Hdt.:—absol. to join in freeing, Hdt., Thuc.
Lexicon Thucydideum
una in libertatem vindicare, to rescue together to freedom, 2.72.1, 3.13.1, 3.62.5, 6.56.3.