ὑδρεία

From LSJ
Revision as of 14:44, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἰδών τι κρυπτὸν (χρηστὸν) μηδὲν ἐκφάνῃς ὅλως → Aliquid vidisti occultum (pulchrum)? Nihil elimina → Siehst du Verborgnes (was Gutes), offenbare dich nicht ganz

Menander, Monostichoi, 271
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδρεία Medium diacritics: ὑδρεία Low diacritics: υδρεία Capitals: ΥΔΡΕΙΑ
Transliteration A: hydreía Transliteration B: hydreia Transliteration C: ydreia Beta Code: u(drei/a

English (LSJ)

ἡ,
A drawing water, fetching water, Th.7.13, Pl.Lg.844b, Plb.2.9.2, etc.: in plural, Pl.Ax.371e.
2 distribution of water, watering, irrigation, Id.Lg.761c, Thphr. HP 2.6.3: metaph., ἡ ἐκ τῆς κοιλίας ἐπὶ τὰς φλέβας ὑ, Pl.Ti.78b, cf. 77d.
II watering-place, Plu.Them. 9.—Cf. ὑδρία fin.

German (Pape)

[Seite 1173] ἡ, 1) das Wasserschöpfen, Wasserholen; Thuc. 7, 13; Plat. Legg. VIII, 844 b; Δαναΐ δων ὑδρεῖαι ἀτελεῖς, Ax. 371 e; Folgde, wie Pol. oft. – 2) das Wasser selbst, das Gewässer, D. Sic.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 action de puiser de l'eau;
2 lieu où l'on puise de l'eau.
Étymologie: ὑδρεύω.

Russian (Dvoretsky)

ὑδρεία:
1 черпание воды (Δαναΐδων ὑδρεῖαι Plat.): ὑ. μακρά Thuc. дальнее хождение за водой;
2 водоснабжение, орошение Plat.;
3 водоем, колодец Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδρεία: ἡ, (ὑδρεύω) τὸ ὑδρεύεσθαι, ἀντλεῖν ἢ λαμβάνειν ὕδωρ, Θουκ. 7. 13, Πλάτ. Νόμ. 844Β, Πολύβ., κλπ.· ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Ἀξ. 371Ε. 2) διανομὴ ἢ παροχὴ ὕδατος, ὕδρευσις ἢ ἄρδευσις, πότισμα, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 761C, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστορ. 2. 6, 3· - μεταφ., ἡ ἐκ τῆς κοιλίας ἐπὶ τὰς φλέβας ὑ. Πλάτ. Τίμ. 78Β, πρβλ. 77D. ΙΙ. τόπος, πηγὴ ἢ κρήνη πρὸς ὕδρευσιν, περὶ τὰ ναύλοχα καὶ τὰς ὑδρείας Πλουτ. Θεμ. 9. - Πρβλ. ὑδρία ἐν τέλ.

Greek Monolingual

ἡ, Α υδρεύω
1. ύδρευση
2. πότισμα («φιλεῖ δὲ καὶ ὑδρείαν σφόδρα τὸ δένδρον», Θεόφρ.)
3. τόπος άντλησης νερού, πηγή ή κρήνη.

Greek Monotonic

ὑδρεία: ἡ (ὑδρεύω),
I. άντληση νερού, έλκυση νερού, σε Θουκ. κ.λπ.
II. πηγή, κρήνη, βρύση, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ὑδρεία, ἡ, ὑδρεύω
I. a drawing water, fetching water, Thuc., etc.
II. a watering-place, Plut.

English (Woodhouse)

the task of getting water

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

aquatio, watering, irrigation, 7.13.2.