ἀκεστικός

From LSJ
Revision as of 07:21, 19 November 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκεστικός Medium diacritics: ἀκεστικός Low diacritics: ακεστικός Capitals: ΑΚΕΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: akestikós Transliteration B: akestikos Transliteration C: akestikos Beta Code: a)kestiko/s

English (LSJ)

ἀκεστική, ἀκεστικόν, fitted for healing or fitted for mending: ἡ ἀκεστική (sc. τέχνη) = art of mending Democr.154, Pl.Plt. 281b, Ael.NA6.57, Gal.Thras.30.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
relativo al arte de zurcir, relativo al arte de remendar, relativo al arte de tejer (τέχνη) ὑφαντικὴ καὶ ἀκεστική de la araña, Democr.B 154, Ael.NA 6.57, cf. Pl.Plt.281b, Gal.5.862.

German (Pape)

[Seite 71] zum Heilen, Ausbessern gehörig, ἡ ἀκεστική. sc. τέχνη, Schneiderkunst, Plat. Polit. 281 b; Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à remettre en état ; ἡ ἀκεστική (τέχνη) métier de ravaudeur, métier de tailleur.
Étymologie: ἀκέομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκεστικός: -ή, -όν, = κατάλληλος πρὸς θεραπείαν ἢ διόρθωσιν: ἡ -κὴ (δηλ. τέχνη) = ἡ τῶν ἱματίων διορθωτική, Πλάτ. Πολιτ. 281B.

Greek Monolingual

ἀκεστικός, -ή, -όν (Α) ἀκεστός
1. αυτός που είναι κατάλληλος να γιατρέψει ή να επιδιορθώσει
2. ἡ ἀκεστικὴ (ενν. τέχνη) η τέχνη του θεραπευτή, του γιατρού
3. η τέχνη εκείνου που επιδιορθώνει σκισμένα ενδύματα
«κναφευτικὴν σύμπασαν καὶ τὴν ἀκεστικὴν» (Πλάτ. Πολιτ. 281 b).