Μηδικός

From LSJ
Revision as of 17:29, 21 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Arist.''Pol.''" to "Arist.''Pol.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γῆ πάντα τίκτει καὶ πάλιν κομίζεται → Tellus ut edit, ita resorbet omnia → Die Erde alles gebiert und wieder in sich birgt

Menander, Monostichoi, 89
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Μηδικός Medium diacritics: Μηδικός Low diacritics: Μηδικός Capitals: ΜΗΔΙΚΟΣ
Transliteration A: Mēdikós Transliteration B: Mēdikos Transliteration C: Midikos Beta Code: *mhdiko/s

English (LSJ)

Μηδική, Μηδικόν, Median: τὰ Μηδικά (sc. πράγματα)
A the Median affairs, esp. the war with the Medes, the name given by Gr. historians to the great Persian war, Th.1.14, Arist.Pol.1303b33, etc.; ὁ Μ. πόλεμος Th.1.90,95; Μ. ἐσθής, i.e. silken garments, Procop.Pers.1.20: Comp. τὰ Μηδικώτερα Philostr.VA1.25. Adv. Comp. Μηδικώτερον, κατεσκευασμένος ib.3.26.
II Μηδικὴ πόα, lucerne, Medicago sativa, Ar.Eq. 606; M. alone, Thphr.HP8.7.7, Dsc.2.147 (by some written μηδίκη, Hdn.Gr.1.316, Eust.1967.27, cf. D.S.3.43 codd.).
2 μηδική, ἡ, = ἑλένιον, Dsc.1.28, Plin.HN14.108.
III μῆλον Μηδικόν, v. μῆλον (B).
IV ὀπὸς Μηδικός a form of silphium juice, prob. assafoetida, Dsc.3.80, Philum.Ven.3.2.
V Μηδικόν, τό, perhaps a tomb in Persian style, JHS22.124.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de Mède ou de Médie ; ἡ Μηδική (γῆ), la Médie ; τὰ Μηδικά, les guerres Médiques.
Étymologie: Μηδία.

Greek (Liddell-Scott)

Μηδικός: -ή, -όν, ὁ ἀνηκῶν εἰς τοὺς Μήδους· τὰ Μηδικὰ (ἐξυπ. πράγματα), δηλ. ὁ πρὸς τοὺς Μήδους πόλεμος, τὸ ὄνομα, ὅπερ οἱ ἱστορικοὶ ἔδωκαν εἰς τὸν μέγαν Περσικὸν πόλεμον, Θουκ. 1. 14, 95, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 4, 4, κτλ.· οὕτω, ὁ Μ. πόλεμος Θουκ. 1. 90· πρβλ. Περσικός. ΙΙ. Μηδικὴ πόα, Medicago sativa, εἶδος τριφυλλίου, Ἀριστοφ. Ἱππ. 606· τοῦτο παρά τινων ἐγράφετο μηδίκη, Ἀρκάδ. 107. 10, Εὐστ. 1967. 27· οὕτω καὶ τὰ Ἀντίγραφ., Διόδ. 3. 43. ΙΙΙ. μῆλον Μηδικόν, ἴδε μῆλον (Β).

Russian (Dvoretsky)

Μηδῐκός: мидийский: Μηδικὴ ποία Arph., Arst., Diod. мидийская трава, т. е. люцерна (Medicago sativa); ὁ Μ. πόλεμος Thuc. «Мидийская», т. е. Греко-персидская война; Μηδικὸν μῆλον Plut. лимон.

Middle Liddell

Μηδικός, ή, όν Μῆδος
I. the war with the Medes, the name given to the great Persian war, Thuc.; ὁ Μ. πόλεμος Thuc.
II. Μηδικὴ πόα medick, a kind of clover, Ar.