φορβειά
English (LSJ)
ἡ, (φέρβω), written φορβεά PCair.Zen.781.16 (iii B. C.), Sor.Fasc.14, al.; φορβέα cod. Hsch.; also φορβαία (q.v.):—
A halter by which a horse is tied to the manger, τῆς ἐπιφατνιδίας φ. X.Eq.5.1; περιεζῶσθαι τὴν φ. Arist.Pol.1324b16; οἱ ἵπποι ἀπὸ φορβειᾶς ἄγονται Str.15.1.52; ἐκ φ. ἕλκειν [ὄνον] Luc.Asin.51.
II mouthband of leather put like a halter round the lips of fifers or pipers, to assist them in regulating the sound, Ar.V.582 (anap.), Plu.2.456b: hence φυσᾷ.. φορβειᾶς ἄτερ blows the pipes without this check, i.e. too loud, S.Fr.768.
III a bandage, Heliod. ap. Orib.48.39 tit., Sor.l.c., Paul.Aeg.6.92.
German (Pape)
[Seite 1299] ἡ, 1) Weide, Futter, Nahrung. – 2) die Halfter, mit der das Pferd an die Krippe gebunden wird, wenn es fressen soll, Arist. pol. 7, 2, Luc. asin. 51. – 3) eine lederne Binde, die wie eine Halfter um die Lippen und Backen der Flötenspieler gelegt ward, um die Stärke des Blasens zu mäßigen und den Ton zu mildern, Ar. Vesp. 582, wo die Schol. zu vergl. (in der Bekker'schen Ausg. Lond. steht falsch ἀθλητῶν für αὐλητῶν). Dah. ἄτερ φορβειᾶς φυσᾶν, die Flöte mit der ganzen Macht des Windes blasen, u. übertr., ohne Mäßigung, Cic. Att. 2, 16 aus Soph. frg. 753.
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
morceau de cuir que les joueurs de flûte se fixaient autour des lèvres pour adoucir le son;
{ou plutôt autour des joues pour les empêcher de trop gonfler}.
Étymologie: φορβή.
Russian (Dvoretsky)
φορβειά: ἡ
1 недоуздок Xen., Arst., Luc.;
2 (у флейтистов), кожаный мундштук (для ослабления звука) Arph., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
φορβειά: ἡ, (φορβή. φέρβω) σχοινίον δι’ οὗ προσδένεται ὁ ἵππος πρὸς τὴν φάτνην, «καπίστρι», Λατ. capistram, τῆς ἐπιφατνιδίας φ. Ξεν. Ἱππ. 5. 1· ἀπὸ φορβειᾶς ἄγονται Στράβ. 709· ἐκ φ. ἕλκειν ὄνον Λουκιαν. Λούκιος. ἢ Ὄν. 51. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φορβειά. ἕλκυστρον, περιστόμιον, καπίστριον». ΙΙ. δερμάτινον περιστόμιον ὅπερ ἐφόρουν οἱ αὐληταὶ ἵνα μετριάζωσι τὴν φωνὴν τοῦ αὐλοῦ, «φορβειαί εἰσι τὰ δέρματα τὰ περὶ τὸ στόμα τῶν αὐλητῶν προσδενόμενα, ὅπως ἂν σύμμετρον τὸ πνεῦμα πεμπόμενον ἡδεῖαν τὴν φωνὴν τοῦ αὐλοῦ ποιήσῃ» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Σφ. 582, Ὄρν. 861· περιζῶσθαι τὴν φ. Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 2, 11· πρβλ. Πλούτ. 2. 456Β, Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτ. σ. 967 μετάφρ. Τσιβανοπούλου· πρβλ. κημός, στομίς, περιστόμιον. χειλωτήρ· ― ἐντεῦθεν, φυσᾷ... φορβειᾶς ἄτερ, φυσᾷ τὸν αὐλὸν χωρὶς τοῦ ἐφεκτικοῦ τούτου μέσου, δηλαδ. ἀγρίως, ἀνωμάλως, Σοφ. Ἀποσπ. 753· ὅπερ μεταφράζει ὁ Κικέρων γράφων πρὸς Ἀττ. 2. 16, sine modo. (Πρβλ. καὶ Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 2, 11. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φορβειά· αὐλητικὴ στομίς. λέγεται δὲ καὶ ὁ χειλωτήρ».
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ
βλ. φορβιά.
Greek Monotonic
φορβειά: (φορβεά, φορβέα και φορβαία), ἡ (φέρβω)·
I. σκοινί για τροφή, δηλ. το σκοινί με το οποίο το άλογο οδηγείται στη φάτνη, σε Ξεν.
II. περιστόμιο δερμάτινο που τοποθετείται σαν καπίστρι γύρω από τα χείλη του αυλητή για να μετριάζει το φύσημα, σε Αριστοφ.