πιαίνω
τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses
English (LSJ)
fut.
A πιᾰνῶ A.Th.587 : aor. ἐπίᾱνα Id.Ag.276, Hp.Mul.1.47 ; poet. πίᾱνα Pi.N.9.23 ; later ἐπίηνα D.L.1.83 :—Pass., fut. πιανθήσομαι LXX Ps.64(65).12 : aor. ἐπιάνθην Anan.5.9, Theoc.17.126, (κατ-) Ael NA2.13 ; but aor. inf. συμ-πιασθῆναι Hp.Epid.7.68 (s. v.l.): pf. πεπίασμαι (κατα-) Pl.Lg.807b, cf. Ael.NA13.25 : (πίων) : fatten, τὸ σῶμα Hp. l. c.; ἡ γῆ π. τὰ βοτά E.Cyc.333 ; [τὰς ὗς] Arist.HA603b27 ; π. χθόνα enrich the soil, of a dead man, A.Th.587 ; σώμασι πίαναν καπνόν, of bodies being burnt, Pi. l. c.:—Pass., to be or become fat, Semon.7.6, Pl.Lg.807a, Arist.HA520b7, etc.; π. ὁ στάχυς Theoc. 10.47. II metaph., 1 increase, enlarge, πλοῦτον Pi.P.4.150 (where ῐ); μυχοὺς πόλεως Xenoph.2.22. 2 make wanton, ἀλλ' ἦ σ' ἐπίανέν τις ἄπτερος φάτις; A.Ag.276 ; π. τὰ πάθη Porph.Abst.1.34 :— Pass., wax fat and wanton, πρᾶσσε, πιαίνου A.Ag.1669 (anap.) ; ἔχθεσιν πιαίνεσθαι batten on quarrels, Pi.P.2.56 ; φθόνῳ π. B.3.68. 3 cherish, cheer, ἵππον . . π. ὁ τοῦ δεσπότου ὀφθαλμός Anon. ap. Arist.Oec. 1345a3 ; π. ἑὴν φρένα Opp.H.5.372 ; μέλος ib.620 ; μάστακα π. χείλεος εὐαφίῃ AP5.293.16 (Agath.).—Rare in Prose.
German (Pape)
[Seite 612] fett machen, mästen; ἡ γῆ τἀμὰ πιαίνει βοτά, Eur. Cycl. 332; Plat. Legg. VII, 807 a u. Sp., wie Pol. 34, 2, 15; auch = den Erdboden fett machen, ihn düngen, befruchten, sowohl vom Miste, als von den Bewässerungen übertretender Ströme; u. übertr., ἔγωγε μὲν δὴ τήνδε πιανῶ χθόνα, Aesch. Spt. 569; übtr., vermehren, vergrößern, verstärken, Pind. πλοῦτον, P. 4, 150; auch ἔχθεσιν πιαινόμενον, P. 2, 58, der sich daran freu't, vgl. Aesch. ἦ σ' ἐπίανέν τις ἄπτερος φάτις, Ag. 267; med., πιαίνου μιαίνων τὴν δίκην, Ag. 1654; οὐ γὰρ πιαίνει ταῦτα μυχοὺς πόλεως, Xenophan. Col. bei Ath. X, 414 c; auch λόγοις, was B. A. 51, 6 durch παραμυθεῖσθαι erkl. wird. – Opp. Hal. 5, 372 sagt von Fischen ἑὴν φρένα πιαίνοντες, u. 5, 620 πιαίνων ἐς ἄεθλα μέλος αὐδῆς, statt γυμνάζων, παρασκευάζων; von Küssen, πιαίνων μάστακα, Agath. 8 (V, 294); – πεπίασμαι steht Ael. H. A. 13, 25.