μέλω

From LSJ
Revision as of 19:31, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_3b)

κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέλω Medium diacritics: μέλω Low diacritics: μέλω Capitals: ΜΕΛΩ
Transliteration A: mélō Transliteration B: melō Transliteration C: melo Beta Code: me/lw

English (LSJ)

Med. μέλομαι, used in both voices, either in neut. sense,

   A to be an object of care or thought, or in act. sense, care for, take an interest in.    A pres. μέλω: impf. ἔμελον, Ep. μέλον Od.5.6: fut. μελήσω, Ep. inf. μελησέμεν Il.10.51: aor. ἐμέλησα: pf. μεμέληκα; also Ep. and Lyr. μέμηλα, Dor. part. μεμᾱλώς dub. in Pi.O.1.89 (for Ep. forms of Med.v.infr.111.2): almost always 3sg.and pl., exc. in pres. (v. infr.):—to be an object of care or thought, sts. with a personal subject (not in Att. Prose):    I πᾶσι δόλοισιν ἀνθρώποισι μέλω by all manner of wiles am I in men's thoughts, i. e. am well known to them, Od.9.20; Ἀργὼ πᾶσι μέλουσα 12.70; μελήσεις ἄφθιτον ἀνθρώποις αἰὲν ἔχων ὄνομα Thgn.245; Εὐθυμίᾳ μέλων εἴην Pi.Fr.155; μέλει σφισὶ Καλλιόπα Id.O.10(11).14; ἵνα θανοῦσα νερτέροισιν μέλω E.Andr. 850 (lyr.); Ἔρως . . οὐρανίδαισι μέλων Id.Tr.842; μέλων πολλοῖσι AP 5.121 (Diod.); ἡ μέλουσα ἀγέλη Them.Or.1.10a: pf. part., ἀρεταῖσι μεμαλότας dear to virtue, Pi.O.1.89 (dub.); μέλεγάρ οἱ [Ὀδυσσεύς] Od. 5.6; τὸν ξεῖνον δὲ ἐῶμεν . . . Τηλεμάχῳ μελέμεν 18.420: but more freq. of things, μή τοι ταῦτα . . . μελόντων let not these things weigh on thy soul, Il.18.463, Od.13.362; μηδέ τί οἱ θάνατος μελέτω φρεσί Il.24.152; σοὶ χρὴ τάδε πάντα μέλειν 'tis good these things should be a care to thee, 5.490; πόλεμος δ' ἄνδρεσσι μελήσει 6.492; μελήσουσιν δ' ἐμοὶ ἵπποι 5.228; ᾧ τόσσα μέμηλε 2.25; οἷς ὕβρις μέμηλε κακή Hes.Op. 238; τοῖσιν . . ἐνὶ φρεσὶν ἄλλα μεμήλει Od.1.151, cf. Il.2.614; ὅσα φημὶ μελησέμεν Ἀργείοισι 10.51; ἔλεγε . . κομιδῆς πέρι τὴν ὥρην αὐτῷ μελήσειν Hdt.8.19; μέλει γὰρ ἀνδρὶ . . τἄξωθεν A.Th.200; σοὶ χρὴ μέλειν ἐπιστολάς Id.Pr.3; οὗτος . . δμωσὶν ἂν μέλοι πόνος E.Supp.939; ἃ τοῖσιν ἀστοῖς ἔμελεν Ar.Ec.459; τοῖσδε μελήσει γάμος E.El.1342 (anap.); τοῦτο ἴσασιν ἐμοὶ μεμεληκός X.Ap.20.    2 impers. c. inf., οὐκ ἔμελέν μοι ταῦτα μεταλλῆσαι Od.16.465; so in A.Ag.1250, Th.1.141, etc.; also, μοι ἐμέλησεν ὥστε εἰδέναι X.Cyr.6.3.19: united with the personal construction, οὗτος μητρὶ κηδεύειν μέλει E.Rh.983.    3 less freq. with a Conj., οὐ μέλειν οἱ ὅτι ἀποθνῄσκει Hdt.9.72; σοὶ μελέτω ὅκως . . Id.1.9, cf. X.An.1.8.13, etc.; ὡς δὲ καλῶς ἕξει... ἐμοὶ μελήσει Id.Cyr.3.2.13; ἐμοὶ τοῦτο μέλει, μὴ . . S.Ph.1121 (lyr.); οὐ τοσοῦτόν μοι μέλει εἰ . . Lys.21.12.    4 3sg. is freq. used impers. with the object in gen., and pers. in dat., ᾧ μέλει μάχας to whom there is care for the battle, who careth for it, A.Ch.946 (lyr.), cf. Ag.974; ἐμοὶ δ' ἔλασσον Ζηνὸς ἢ μηδὲν μέλει Id.Pr.938; θεοῖσιν εἰ δίκης μέλει S.Ph. 1036; Ζηνὶ τῶν σῶν μέλει πόνων E.Heracl.717; πάνυ μοι τυγχάνει μεμεληκὸς τοῦ ᾄσματος Pl.Prt.339b; also μέλει μοι περί τινος A.Ch.780, Ar.Lys.502, Pl.Alc.2.150d; μεμέληκέ μοι περὶ αὐτῶν Id.Cra.428b: less freq. with ὑπέρ, εἴπερ ὑπὲρ τοῦ κοινῇ βελτίστου δεῖ μέλειν ὑμῖν D. 21.37.    5 abs., μηδέ σοι μελησάτω A.Pr.334; οἶμαι θεοῖς τοῖς κάτω μέλειν, οἳ (nisi leg. οἷς) ἠδίκηνται Antipho 1.31.    6 freq. with a neg., οὐδέν μοι μέλει I care not, Ar.Ra.655; μή νυν μελέτω σοι μηδέν Id.Pl. 208; τῷ δ' οὐδὲν μ. Alex.178.2; so τί δέ σοι μέλει; Diph.73.10.    II μέλον ἔστι periphr. for μέλει, as τοῖσδ' ἔσται μ. S.OC653, cf.1433.    2 neut. part. used abs., οὐδὲν ἄρ' ἐμοῦ μέλον for they took no thought of me, Ar.V.1288; δῆλον ὅτι οἶσθα, μέλον γέ σοι since you care about it, Pl.Ap.24d; οὐδὲν αὐτῷ μ. τοῦ τοιούτου Id.Phdr.235a; μ. αὐτοῖς ἰσχυρῶς ὅπῃ τὸ μέλλον ἀποβήσοιτο X.Cyr.5.2.24; οὔτε σκοπούμεναι οὔτε μ. αὐταῖς ἄλλο ἢ χαρίζεσθαι Pl.Grg.501b.    III Med. is used by Poets and in Hp. like Act., μελόμεθα, -ησόμεθα, Hp.Ep.27; to be an object of care, Ἄρτεμιν ᾇ μελόμεσθα E.Hipp.60: mostly in 3sg., ἐμοὶ δέ κε ταῦτα μελήσεται Il.1.523; μή τί τοι ἡγεμόνος γε ποθὴ μελέσθω let it not weigh on thy mind, Od.10.505; τἀντεῦθεν . . αὐτῷ μελέσθω Λοξίᾳ A.Eu.61; τἀνθάδ' ἂν μέλοιτ' ἐμοί S.El.1436; γάμους . . σοὶ χρὴ μέλεσθαι E.Ph.759, etc.; ἰαχὰν μελομέναν νεκροῖς ib.1302: rarely impers., σοὶ . . μελέσθω φρουρῆσαι S.El.74; μέλεταί τινί τινος Theoc. 1.53, Orac. ap. Luc.Alex.24.    2 Ep. pf. and plpf. Pass. μέμβλεται, μέμβλετο (fr. μέ-μλ-εται, μέ-μλ-ετο), with pres. and impf. sense, ἦ νύ τοι οὐκέτι πάγχυ μετὰ φρεσὶ μέμβλετ' Ἀχιλλεύς (for μέλει); Il.19.343; μέμβλετο γάρ οἱ τεῖχος (for ἔμελε) 21.516; φόνος δέ οἱ οὐκ ἐνὶ θυμῷ μέμβλετο Od.22.12; ᾗσιν ἀοιδὴ μέμβλεται ἐν στήθεσσιν Hes. Th.61: hence later Ep. formed a pres. μέμβλομαι, 2pl. μέμβλεσθε A.R.2.217; 3pl. μέμβλονται, in act. sense (cf. B. 11 infr.), μ. πόνοισι Opp.H.4.77: the regul. pf. and plpf. (with pres. and impf. sense) also occur in later Poets, μεμέληται Opp.C.1.436; Φοίβῳ μεμελήμεθα AP10.17 (Antiphil.); μεμέληνται Call.Fr.anon.119, Opp.C.1.349: 2 and 3 plpf. μεμέλησο, -το, AP5.219 (Agath.), Theoc.17.46; part. μεμελημένος, α, ον, cared for, πολλοῖς μεμελημέναι ἡρωῖναι Id.26.36, cf. AP7.199 (Tymn.): aor. part. Pass. μεληθέν ib.5.200; cf. βέβλεσθαι.    B with an object, care for, take an interest in a thing, c. gen., Hom. only in pf. part., μέγα πλούτοιο μεμηλώς busied with, attending to... Il.5.708; μέγα πτολέμοιο μεμηλώς 13.297: later in pres., οὐκ ἔφα τις θεοὺς βροτῶν ἀξιοῦσθαι μέλειν A.Ag.370 (lyr.); μέλειν μὲν ἡμῶν S.Aj.689; δεινόν σε . . τικτούσης μέλειν Id.El.342: later c. dat., care for, μέλω κύρτοις AP10.10 (Arch. Jun.); θεοῖς μέλοντες Plu.Sull.7: abs., to be anxious, μέλει . . κέαρ A.Th.288, cf. Pers.1049 (both lyr.); μελούσῃ καρδίᾳ E.Rh.770.    2 rarely c. acc., πεντήκοντα βοῶν ἀντάξια ταῦτα μέμηλας thou hastinvented, h.Merc.437 (fort. μέμηδας).    3 c. inf., θεοὶ τῶν ἀδίκων μέλουσι (μέλλουσι codd. opt.) καὶ τῶν ὁσίων ἐπᾴειν E.HF773 (s.v.l.).    II Med. μέλομαι, care for, take care of, c. gen., A.Th.177 (lyr.), S.OT1466, E.Hipp.109, Heracl.354 (lyr.), A.R.1.967; τὰ λοιπά μου μέλου (where τὰ λ. is adverbial) S.OC1138; μεμελημένοι ἀέθλων Opp.H.4.101: c. dat., ἐτητυμίῃ μεμελημένος Call. Aet.3.1.76; ἱππασίῃ μεμελημένον ἦτορ Q.S.4.500: c. acc., μέλομαι ῥόδον (prob. l. for μέλπομαι) Anacreont.53.2: with Preps., μέλεσθαι ἀμφί τι or τινος, A.R.2.376, 4.491; ἀμφ' αἰγῶν μεμελημένοι AP6.221 (Leon.); ἐμέλοντο περὶ σφίσιν A.R.3.1172: c. inf., μέλομαι . . ἀείδειν Anacr.65; μελέσθω λαὸς ἐκπονεῖν ἄκη A.Supp.367, cf. E.Heracl.96 (lyr.): aor. in same sense, c. gen., τάφου μεληθείς S.Aj.1184.

German (Pape)

[Seite 128] fut. μελήσω, Gegenstand der Sorge, Fürsorge sein, am Herzen liegen; πᾶσι δόλοισιν ἀνθρώποισι μέλω, durch Listen liege ich den Menschen im Sinne, daß alle von mir hören und mich kennen lernen wollen, Od. 9, 20, vgl. Ἀργὼ πᾶσι μέλουσα, die Argo, von der Alle hören wollen, die Allen im Sinne liegt, Od. 12, 70; ἵνα θανοῦσα νερτέροισι μέλω, Eur. Androm. 850; ἄνθρωποι θεοῖς μέλοντες, Plut. Sull. 7. – Gewöhnlich nur in der 3. Person, μέλει μοι, es liegt mir am Herzen, es kümmert mich, οὶς οὔτι μέλει πολεμήϊα ἔργα, die sich um den Krieg nicht kümmern, Il. 2, 338, u. so von jedem eifrig betriebenen Geschäft, vgl. Il. 6, 492. 10, 92 Od. 5, 67; Hes. Th. 216 u. öfter, ἐμοὶ τάδε πάντα μέλει, μελήσει; – τοὶ οὔει μέλει Τρώων πόνος, Il. 22, 11; οὔ νύ τι σοίγε μέλει κακόν, du bist wegen eines Uebels ohne Sorge, 24, 683; μηδέ τί οἱ θάνατος μελέτω φρεσίν, 24, 152; σοὶ δ' ἐνθάδε πάντα μελόντων, Od. 18, 266, u. sonst, im plur., μέλουσί μοι ὀλλύμενοί περ, Il. 20, 21, wie μελήσουσι δέ μοι ἴπποι, 5, 228; auch c. inf., οὐκ ἔμελέν μοι ταῦτα μεταλλῆσαι καὶ ἐρέσθαι, ich bekümmerte mich nicht darum, danach zu fragen, Od. 16, 465. – Dazu gehört auch das perf. μέμηλα, mit der Präsensbedeutung, ᾡ τόσσα μέμηλε, dem so Viel am Herzen liegt, zu besorgen obliegt, Il. 2, 25, ᾑτ' αἰὲν ἀήσυλα ἔργα μέμηλεν, 5, 876, öfter; auch μοὶ οὔτι μετὰ φρεσὶ ταῦτα μέμηλεν, 19, 213; u. plusqpf., οὔ σφι θαλάσσια ἔργα μεμήλει Il. 2, 614, τοῖσιν μὲν ἐνὶ φρεσὶν ἄλλα μεμήλει Od. 1, 151; aber auch c. gen. verbunden, μέγα πλούτοιο μεμηλώς, wie πτολέμοιο, Il. 5, 708. 13, 297, sehr auf Reichthum, auf den Krieg bedacht, des Krieges beflissen; auch ταῦτα μέμηλας, h. Merc. 437. – So auch Pind. u. Tragg.; χρὴ ἀγαθὰν ἐλπίδ' ἀνδρὶ μέλειν, Pind. I. 7, 15; ἀρεταῖσιν μεμαλότες, Ol. 1, 89; vgl. Βάκχῳ καὶ Μούσῃσι μεμηλότα, Diod. ep. 13 (VII, 370); Aesch. δόμοις δὲ ταῦτα καὶ Κλυταιμνήστρᾳ μέλειν εἰκὸς μάλιστα, Ag. 571; c. inf., τοῖς δ' ἀποκτείνειν μέλει, 1223; ᾡ τάδ' ἐκπρᾶξαι μέλει Soph. O. R. 377, der auch ἀλλὰ τοῖσδ' ἔσται μέλον sagt, O. C. 659, vgl. 1435 El. 451, für μελήσει; κακῶς ἀκούειν οὐ μέλει θανόντι μοι, Eur. Alc. 729, öfter; u. in Prosa, ταῦτά οἱ νῦν μέλει, Her. 1, 36; auch ἔλεγε, οὐ μέλειν οἱ ὅτι πρὸ τῆς Ἑἱλάδος ἀποθνήσκει, 9, 72; οις οὐδὲν ἄλλο μέλει ἢ τοῦτο ζητεῖν, Plat. Lach. 182 e; auch im plur., ἐν ᾗ πόλει θυσίαι καὶ ἑορταὶ πᾶσι μέλουσι, Legg. VIII, 835 d; im partic. absolut, μέλον γέ σοι, da dir das am Herzen liegt, Apol. 24 d. – Auch mit dem gen. des Gegenstandes, der am Herzen liegt, für den man Sorge trägt, ἐμοὶ δ' ἔλασσον Ζηνὸς ἢ μηδὲν μέλει, Aesch. Prom. 940; ᾡ μέλει κρυπταδίου μάχας, Ch. 934; θεοῖσιν εἰ δίκης μέλει, Soph. Phil. 1025, vgl. El. 334, wo es dem λελῆσθαι entgeggstzt ist; Ζηνὶ τῶν σῶν μέλει πόνων Eur. Heracl. 717, u. sonst oft; bes. in Prosa die geläufigste Construction, οἱς τι μέλει τῆς αὑτῶν ψυχῆς, Plat. Phaed. 82 d; μηδενός σοι μελέτω, es kümmere dich Nichts, Lys. 211 c; μεμέληκέ σοι τῆς φυλακῆς Xen. Mem. 3, 6, 10, u. sonst. – Auch περί τινος, μέλει θεοῖσιν ὧνπερ ἂν μέλῃ πέρι, Aesch. Ch. 769; περὶ στρατιῆς τῆσδε θεοῖσι μελήσει, Her. 6, 101. 8, 19 u. Plat., der auch das perf. so braucht, μεμέληκέ μοι περὶ αὐτῶν, Crat. 428 b, ὅτι μεμεληκέναι ὑμῖν ἡγούμεθα περὶ τῶν τοιούτων, Lach. 187 c, vgl. noch Prot. 339 b, πάνο μοι τυγχάνει μεμεληκὸς τοῦ ᾄσματος, ich habe mich gerade mit dem Liede beschäftigt. – Es folgt auch eine indirekte Frage, ὅ, τι, Xen. Cyr. 5, 5, 37, οἵ τινες, Oec. 2, 16, ἀπεκρίνατο, ὅτι αὐτῷ μέλοι ὅπως καλῶς ἔχοι, An. 1, 8, 13; vgl. Plut. Artax. 8; ὡς, Cyr. 3, 2, 13; εἰ c. ind. fut., Andoc. 1, 24. – Das med. hat – a) dieselbe Bdtg mit dem act., ἐμοὶ δέ κε ταῦτα μελήσεται, Il. 1, 523, μήτι τοι ἡγεμόνος γε ποθὴ μελέσθω, nicht mache dir Sorge um einen Wegweiser, Od. 10, 505; τἀντεῦθεν αὐτῷ μελέσθω Λοξίᾳ, Aesch. Eum. 61; vgl. Soph. El. 1436; γάμους ἀδελφῆς σοι μελέσθαι, Eur. Phoen. 766; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 839; eben so ep. perf. u. plusqpf. μέμβλεται u. μέμβλετο (für μεμέληται, Opp. C. 1, 436, Theocr. 17, 461, mit Präsensbedeutung, ἦ νύ τοι οὐκέτι πάγχυ μετὰ φρεσὶ μέμβλετ' Ἀχιλλεύς, = μέλει, Il. 19, 343, μέμβλετο γάρ οἱ τεῖχος, 21, 516, φόνος δέ οἱ οὐκ ἐνὶ θυμῷ μέμβλετο, Od. 22, 12; vgl. Hes. Th. 61; μεμελημένος τινί, Theocr. 26, 36; a. sp. D., die auch μέμβλομαι wie ein praes. behandeln, οἷσιν μέμβλεσθε κιόντες, Ap. Rh. 2, 217; μέμβλονται, Opp. H. 4, 77. – Auch wie das act. mit dem gen. des Gegenstandes, der Einem am Herzen liegt, μέλεταί μοί τινος, Theocr. 1, 53; vgl. αἷν μοι μέλεσθαι, Soph. O. R. 1466. – b) in trans. Bdtg, Sorge um Etwas tragen, besorgen, τινός; so Aesch. μέλεσθε δ' ἱερῶν δημίων, μελόμενοι δ' ἀρήξατε, Spt. 160; ξυνῇ μελέσθω λαὸς ἐκπονεῖν ἄκη, Suppl. 362; der aber auch das act. so construirt, οὐκ ἔφα τις θεοὺς βροτῶν ἀξιοῦσθαι μέλειν, Ag. 361, daß die Götter sich nicht um die Sterblichen kümmern wollen, vgl. μέλει, φόβῳ δ' οὐχ ὑπνώσσει κέαρ, Spt. 269, u. oben den homerischen Gebrauch von μεμηλώς; τὰ λοιπά μου μέλου δικαίως, Soph. O. C. 1140; vgl. Eur. Heracl. 355; sp. D., die auch ἀμφ' αἰγῶν μεμελημένοι sagen, Leon. Al. 12 (VI, 221); der aor. pass. hat activische Bdtg, Soph. Ai. 1184, τάφου μεληθείς, für das Grab Sorge tragend; u. pass., besorgt werden, Ep. ad. 112 (V, 201), τὸ μεληθὲν βάρβιτον.