σκέλος
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
English (LSJ)
εος, τό,
A leg from the hip downwards, only once in Hom., πρυμνὸν σκέλος the ham or buttock, Il.16.314; κάμηλος ἐν τοῖσι ὀπισθίοισι σ. ἔχει τέσσερας μηροὺς καὶ γούνατα τέσσερα Hdt.3.103, cf. 7.61,88; τὰ σκέλη τε καὶ τὰ ἰσχία πρὸς τὴν γῆν ἐρείσας Pl.Phdr.254e, cf. Arist.HA494a4; of dancers, τὸ σ. ῥίψαντες, αἴρειν, Ar.Pax332, Ec.265; σ. οὐράνιον ἐκλακτίζων Id.V.1492, cf. 1526; οὐρανῷ σκέλη προφαίνων, of one thrown head foremost, S.El.753; βαδιοῦνται ἐπὶ δυοῖν σκελοῖν, ἐφ' ἑνὸς πορεύσονται σκέλους, Pl.Smp.190d; ὁ δεινός, ὁ ταλαύρινος, ὁ κατὰ τοῖν σκελοῖν he with the legs, the strider, Ar. Pax 241 (but expld. by Sch. ἀπὸ τῶν διὰ δειλίαν ἀποτιλώντων, cf. Men. Per.18); dual, τὼ σκέλει Ar.Pax325,al., cf. Luc.Tim.26, Anach. 1; σκέλε (i.e. prob. σκέλει) δύο IG22.1388.24, cf. 1502.5; but σκέλη (pl.) δύο in Att. Inscrr. from 390 B.C., ib.1425.15, cf. 57, etc.; and so τὰ σ. Luc.Ind.9: sg., leg of sacrificial victim, IG12.190.32, al.,42(1).40.10 (Epid., v B.C.). 2 as a military phrase, ἐπὶ σκέλος πάλιν χωρεῖν, ἀνάγειν, retreat with the face towards the enemy, retire leisurely, E.Ph.1400, Ar.Av.383; cf. πούς 1.6b. 3 κατὰ σκέλος βαδίζειν, of the lion and the camel, with the hind foot following the fore on the same side (not crosswise), Arist.HA498b7, cf. 629b14. 4 παρὰ σκέλος ἀπαντᾷ it meets one across, i.e. crosses one's path, thwarts one, Arr.Epict.2.12.2 (v.l. π. μέλος). II metaph., τὰ σ. the legs, i.e. the two long walls connecting Athens with Piraeus, Str.9.1.15, Plu.Cim.13; τὰ μακρὰ σ. D.S.13.107, Plu.Lys.14; of the long walls between Megara and Nisaea, τὰ Μεγαρικὰ σ. Ar.Lys.1170; between Corinth and Lechaeum, Str.8.6.22. b side-wall of a temple, SIG 247 K1 iii 3, 11 (Delph., iv B.C.); of other structures, PPetr.3p.88 (iii B.C.), etc. 2 side-poles or frames of an engine, Orib.49.4.4. 3 tails of a surgical bandage, Heliod. ap. Orib.48.20.5; of the ends of the Persian head-dress, Plu.2.820d. 4 members of a sentence, Sch.rec.A.Th.94. (Written σχέλος IG11(2).161 B61 (Delos, iii B.C.).)
German (Pape)
[Seite 891] τό, der Schenkel; πρυμνὸν σκέλος, ἔνθα πάχιστος μυὼν ἀνθρώπου πέλεται, Il. 16, 314; τρέχω δὲ χερσίν, οὐ ποδωκίᾳ σκελῶν, Aesch. Eum. 37; οὐρανῷ σκέλη προφαί νων, Soph. El. 743; ἐπὶ σκέλος πάλιν χωρεῖ, Eur. Phoen. 1409, wie ἐπὶ πόδα; vgl. ἐπὶ σκέλος ἀνάγειν, Ar. Av. 383, sich mit dem Gesichte gegen den Feind zurückziehen; σκέλος ἀνατείνειν, ῥίπτειν, Lys. 799 Pax 332, αἴρειν τὼ σκέλη, 854; χωλὸς τὼ σκέλη, Thesm. 24; τῷ σκέλει θένε την πέτραν, Av. 54, vgl. Schol.; περὶ τὰ σκέλεα ἀναξυρίδας εἶχον, Her. 7, 61; κατὰ σκέλος βαδίζειν, vom Gange der Thiere, wie des Löwen und des Kameels, Arist. H. A. 2, 1, ὅτε οὐ προβαίνει τῷ ἀριστερῷ τὸ δεξιόν, ἀλλὰ ἐπακολουθεῖ, einen Fuß nach dem andern auf derselben Seite setzen, den Hinterfuß dem Vorderfuß auf derselben Seite nachsetzen, die Füße beim Gehen nicht über's Kreuz setzen; ἐφ' ἑνὸς σκέλους πορεύειν, Plat. Conv. 190 d, wie βαδιοῦνται ἐπὶ δυοῖν σκελοῖν, ibid.; πόδες καὶ σκέλη, Phaed. 117 e; καὶ αὐχένες, Rep. VII, 514 a; ἐπεσκόπει τοὺς πόδας καὶ τὰ σκέλη, Phaed. 117 e; ἔχων περὶ τοῖς σκέλεσιν ἀναξυρίδας, Xen. Cyr. 8, 3, 13, u. öfter, wie Folgde; παρὰ σκέλος ἀπαντᾷ, es kommt in die Quere, es geht wider Wunsch und Erwarten, Arr. Epict. 2, 12. – In Athen sind τὰ σκέλη die langen Mauern zwischen der Stadt und dem Peiräeus, Strab. 9, 1, 15, auch die Mauern von Megara, Ar. Lys. 1172.