γιγνώσκω
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
English (LSJ)
Dor. (Epich.9, Pi.O.6.97), Aeol., Ion., and after Arist. γινώσκω, but γιγνώσκω in early Att. Inscrr., as IG12.127.19 (κατα-), etc.: fut.
A γνώσομαι Il.23.497, etc., Dor. 3sg. γνωσεῖται Call.Lav. Pall.123 (γνώσω is f.l. in Hp.Steril.215); Cret. form ἀνα-γνώοντι dub. in GDI5075 (for aor. 1, v. ἀναγιγνώσκω): pf. ἔγνωκα Pi.P.4.287, etc.: aor. 2 ἔγνων Il.13.72, etc., Ep. dual γνώτην Od.21.36, Dor. 3pl. ἔγνον Pi.P.4.120; imper. γνῶθι Epich.[264], etc.; subj. γνῶ, γνῷς, γνῷ Il.1.411, etc., Ep. also γνώω, γνώομεν Od.16.304, γνώωσι Il.23.610; opt. γνοίην Il.18.125, etc.; pl. γνοῖμεν Pl.Alc.1.129a; inf. γνῶναι Od.13.312, etc., Ep. γνώμεναι Il.21.266; part. γνούς S.El.731, etc.:—Med., aor. 1 γνώσασθαι Man.2.51:—Pass., fut. γνωσθήσομαι Ar.Nu.918, Th.1.124, etc.: aor. ἐγνώσθην A.Supp. 7 (lyr.), E.El.852, Th.2.65: pf. ἔγνωσμαι E.HF1287, Th.3.38:— come to know, perceive, and in past tenses, know, c. acc., Il.12.272, etc.; as dist. fr. οἶδα know by reflection, γιγνώσκω, = know by observation, γνόντες δὲ εἰδότας περιορᾶν Th.1.69; ἐγὼ δ' οἶδ' ὅτι γιγνώσκετε τοῦτον ἅπαντες D.18.276; χαλεπόν ἐστι τὸ γνῶναι εἰ οἶδεν ἢ μή it is hard to perceive whether one knows or not, Arist.AP0.76a26; discern, distinguish, recognize, ὄφρ' εὖ γιγνώσκῃς ἠμὲν θεὸν ἠδὲ καὶ ἄνδρα Il. 5.128; ἀσπίδι γιγνώσκων by his shield, ib.182; ironically, εὖ νύ τις αὐτὸν γνώσεται he will learn him to his cost, 18.270; νῦν ἔγνων τὸν Ἔρωτα Theoc.3.15: sts. c. gen., γνώτην ἀλλήλων were aware of... Od.21.36, cf. 23.109. 2 folld. by relat. clauses, γιγνώσκω δ' ὡς . . I perceive that... 21.209; ἔγνως ὡς θεός εἰμι Il.22.10; ἔγνωκας ὡς οὐδὲν λέγεις Ar.Nu.1095; γ. ὅτι . . Heraclit. 108, A.Pr.104,379, etc.; ἵν' εἰδῆτε ὑμεῖς καὶ γνῶτε ὅτι . . D.21.143; γνώμεναι εἴ μιν . . φοβέουσι Il.21.266; γ. τί πέπονθε πάθος Pl.Phlb.60d: c. acc. and relat. clause, Τυδείδην δ' οὐκ ἂν γνοίης, ποτέροισι μετείη Il.5.85; γ. θεοὺς οἵτινές εἰσι Heraclit.5; Σωκράτην γ. οἷος ἦν X.Mem.4.8.11; τοὺς Πέρσας γ. ὅτι . . Id.Cyr.2.1.11; also ἀλλοτρίας γῆς γ. ὅτι δύναται φέρειν Id.Oec.16.3: c. part., ἔγνων μιν . . οἰωνὸν ἐόντα perceived that he was... Od.15.532; γνόντες οὐδεμίαν σφίσι τιμωρίαν οὖσαν Th.1.25; ἔγνωκα . . ἠπατημένη S.Aj.807; ἔγνων ἡττημένος I felt that I was beaten, Ar.Eq.658; χρυσῷ πάττων μ' οὐ γιγνώσκεις Id.Nu.912, cf. Antipho 5.33, X.Cyr. 7.2.17: c. gen., ὡς γνῶ χωομένοιο when he was aware of... Il.4.357, cf. Pl.Ap.27a: c. inf., ἵνα γνῷ τρέφειν τὴν γλῶσσαν ἡσυχεστέραν S. Ant.1089: c. acc. et inf., recognize that... Th.1.43, etc.; take a thing to mean that... Hdt.1.78: c. dupl. acc., perceive or know another to be... οἵους γνώσεσθε τοὺς ἀνθρώπους X.An.1.7.4: abs., ὁ γιγνώσκων the perceiver, opp. τὰ γιγνωσκόμενα the objects perceived, Pl.R.508e; also ὁ γ. one who knows, a prudent person, ib.347d:—Pass., εἰ γνωσθεῖεν ᾧ . . if it were known of them in what... Id.Prt.342b. II form a judgement, think, ταὐτά Hdt.9.2; τἀναντία τούτοις γ. X. HG2.3.38; οὕτω γ. Id.An.6.1.19; τὰ δίκαια γ. Lys.22.2; ἃ γιγνώσκω λέγειν( = τὴν γνώμην λ.) D.4.1; περὶ τῆς βοηθείας ταῦτα γιγνώσκω Id.1.19; τοῦτο γιγνώσκων, ὅτι . . Men.572, cf. 648; ὡς ἐμοῦ ἀγωνιουμένου οὕτω γίγνωσκε X.Cyr.2.3.15: abs., αὐτὸς γνώσῃ see thou to that, Pl.Grg.505c; esp. in dialogue, ἔγνων I understand, S.Aj. 36; ἔγνως you are right, Id.Tr.1221, E.Andr.883; ἔγνωκας; Lat. tenes? Nausicr.1.5; judge, determine, decree that... c. acc. et inf., Hdt.1.74, 6.85, Isoc.17.16: c. inf., determine to... And.1.107:— Pass., to be pronounced, of a sentence or judgement, Th.3.36; παρανόμως γνωσθεῖσα δίαιτα D.33.33, cf. 59.47; κρίσις ἐγνωσμένη ὑπό τινος Isoc.6.30. 2 Pass., of persons, to be judged guilty, A.Supp.7; γνωσθέντα ζημιοῦσιν οἱ νόμοι Arist.Rh.Al.1431b30; τεθνάτω ἐὰν γνωσθῇ, ἐὰν δὲ φυγὴ γνωσθῇ, φευγέτω IG12.10.29. 3 pf. Pass. with act. sense, ὡμολόγηκεν ὑμᾶς ὑπάρχειν ἐγνωσμένους are determined, D. 18.228 (sed leg. ἡμᾶς). III know carnally, Men.558.5, Heraclid. Pol.64, LXX Ge.4.1, al., Ev.Matt.1.25, Plu.Galb.9, etc. IV γ. χάριν, = εἰδέναι χάριν, D.C.39.9. B causal, make known, celebrate, γνώσομαι τὰν ὀλβίαν Κόρινθον Pi.O.13.3 acc. to Sch. ad loc., v. dub. (Root γνω-, cf. Skt. jānāmi, jñātas, Lat. gnosco, gnotus, etc.)
German (Pape)
[Seite 492] erkennen, kennen; mit Reduplication von der Wurzel γνο, von der auch νόος, entstanden aus γνώος, vgl. nosco, in compos. gnosco, cognosco, agnosco, dignosco; Sp. γινώσκω, als var. lect. auch im Hom., vielleicht sogar überall als Lesart Aristarchs, s. z. B. Scholl. Aristonic. Iliad. 15, 241; fut. γνώσομαι; aor. ἔγνων, γνῶναι, γνούς; ἔγνων = ἔγνωσαν Pind. P. 9, 82 I. 2, 23; vgl. ἐπιγνώῃ; pf. ἔγνωκα, ἔγνωσμαι; aor. p. ἐγνώσθην; – 1) kennen lernen, erkennen, wahrnehmen, nach Plat. Theaet. 209 e = ἐπιστήμην λαβεῖν; Ggstz δοξάζω Rep. V, 476 d. Von Hom. an überall; absolut, γιγνώσκω, φρονέω· τά γε δὴ νοέοντι κελεύεις, ich verstehe, ich begreife, Odyss. 16, 136. 17, 193. 281; mit accus., εὖ νύ τις αὐτὸν γνώσεται, er wird ihn (zu seinem Schaden) kennen lernen, Il. 18, 270; vgl. Theocr. 3, 15; τοὺς αἰτίους Plat. Phaed. 116 c; τὴν φωνήν, erkennen, Prot. 3100; οἵους αὐτούς, für was für Leute ihr sie ansehen, erkennen werdet, Xen. An. 1, 7, 4; τινός, Odyss. 23, 109 ἦ μάλα νῶι γνωσόμεθ' ἀλλήλων καὶ λώιον; 21, 36 οὐδὲ τραπέζῃ γνώτην ἀλλήλων; Iliad. 4, 357 ὡς γνῶ χωομένοιο, als er bemerkte, daß der Andere zürnte, s. Scholl. Aristonic. u. vgl. Sengebusch Ariston. p. 6 sq.; vgl. Xen. Oec. 16, 3; ἐμοῦ ποιοῦντος Cyr. 7, 2, 18. Gew. folgt ὅτι, auch ὡς, Od. 21, 209; εἰ Il. 21, 266; ἔγνω τὸνἩσίοδον ὅτι ἦν σοφός Plat. Rep. V, 466 c; c. partic., ἔγνων μιν ἐσάντα ἰδὼν οἰωνὸν ἐόντα Od. 15, 532; γνόντες οὐδεμίαν σφίσι τιμωρίαν οὖσαν, daß sie keine Hülfe bekämen, Thuc. 1, 25; Xen. Hell. 3, 1, 9; ἔγνων ἡττημένος, ich merkte, daß ich besiegt sei, Ar. Equ. 658; γιγνώσκω ἀπιστούμενος Xen. Cyr. 7, 2, 17. – S. v. a. wiedererkennen, ἀναγνωρίζειν, Hom. Iliad. 15, 241 νέον δ' ἐσαγείρετο θυμόν, ἀμφὶ ἓγιγνώσκων ἑτάρους, s. Scholl. Aristonic. – 2) Uebh. wissen, einsehen, πᾶς ὁ γιγνώσκων, jeder Kluge, Plat. Rep. I, 347 d, wie Sp. auch χάριν γιγνώσκειν für εἰδέναι sagen. – 3) meinen, urtheilen, εἴ τις οἴεται – οὐκ ὀρθῶς ἔγνωκεν Dem. 4, 29; ἐγνώκασι, τὸν θάνατον πᾶσι κοινὸν εἶναι Xen. An. 3, 1, 43; vgl. Cyr. 2, 2, 23; ὀρθῶς περί τινος Thuc. 2, 22; Isocr. 4, 139 u. sonst; von richterlicher Entscheidung, erkennen, Her. 6, 85; τὰ δίκαια Dem. 19, 240; ἡ παρανόμως γνωσθεῖσα δίαιτα, widerrechtlich gefälltes Erkenntniß der Schiedsrichter, Dem. 33, 33; κρίσις ἐγνωσμένη ὑπὸ τῶν ἐχθρῶν Isocr. 6, 30; bei Aesch. Suppl. 7 = verurtheilen; auch von den Beschlüssen des Raths u. der Gesetzgeber, χαλεπόν τι γ. περί τινος, hart gegen jem. verfahren, Dion. Hal. 54, 7; übh. beschließen, bestimmen, c. acc. u. inf., Her. 1, 74; vgl. Aesch. Spt. 632 σὺ δ' αὐτὸς γνῶθι τίνα πέμπειν δοκεῖς; ἐγνωσμένον ἐστί, es ist beschlossen, Luc. Nigr. 3. – 4) erkennen, vom Bei schlaf, Callim. ep. 58, 3; Plut. Alex. 21 u. öfter; N. T., z. B. Matth. 1, 25 u. a. Sp., bes. K. S. – 5) Pind. braucht factitiv γνώσομαι Κόρινθον, ich will bekannt machen, preisen, Ol. 13, 3, wie man auch 6, 89 erkl.: πρῶτον μὲν Ἥραν κελαδῆσαι γνῶναί τ' ἔπειτα – εἰ φεύγομεν.