παρίημι

From LSJ
Revision as of 19:54, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_3b)

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρίημι Medium diacritics: παρίημι Low diacritics: παρίημι Capitals: ΠΑΡΙΗΜΙ
Transliteration A: paríēmi Transliteration B: pariēmi Transliteration C: pariimi Beta Code: pari/hmi

English (LSJ)

fut.

   A παρήσω Hdt.7.161, S. Ant.1193 : aor. 1 παρῆκα Id.OC570 : 3pl. aor. 2 παρεῖσαν Antipho 6.44; part. παρείς S. El.732 : pf. παρεῖκα (v. infr.) ; παρῆκα Thphr. HP5.3.6 :—Pass., aor. 1 παρείθην Il.23.868 ; inf. παρεθῆναι D.21.105 : aor. 2 παρείμην S. OC1666 : pf. παρεῖμαι E. Ph.852 :—let fall at the side, let fall, πὰρ δ' ἴεισι τὰ πτέρα Sapph.16 ; τὴν χεῖρα παρεικώς Clearch.25 ; παρεῖσ' ἐμαυτήν S. El.819 ; π. ἀπ' ὀμμάτων πέπλον E. HF1203 (lyr.) ; τὸ μάργον τῆς γνάθου Id.Cyc.310:—Pass., ἡ δὲ παρείθη μήρινθος ποτὶ γαῖαν it hung down to earth, Il.23.868.    II pass by, pass over, πᾶν ἔθνος καταστρεφόμενος καὶ οὐδὲν παριείς Hdt.1.177 ; π. κλύδων' ἔφιππον S. El.732, cf. D.18.263 ; π. τι ἄρρητον Pl.Lg.754a:—Pass., περὶ μὲν τούτου παρείσθω Plb.2.59.3.    2 pass unnoticed, disregard, τι Pi.P.1.86, Hdt.1.14, A. Ag.291, Ch.925, 1032, S. Ant.1193, etc.; τὰ παθήματα . . παρεῖσ' ἐάσω Id.OC363 :—Pass., παίδων πόθος παρεῖτο Id.El.545 ; μηδαμῇ παρεθῆναι D.21.105 : c. inf., omit to do, παρέντα τοῦ μὲν τὸ φρόνιμον ἐγκωμιάζειν, τοῦ δὲ τὸ ἄφρον ψέγειν Pl. Phdr.235e, cf. PCair.Zen.369.2 (iii B.C.), Iamb. Comm.Math.1 : with a neg.repeated, μὴ παρῇς τὸ μὴ οὐ φράσαι S. OT283 : c. part., οὐ παρίει σείων ὁ θεός Paus.3.5.9 : abs., αἰ δέ κα παρῇ Berl.Sitzb.1927.169 (Cyrene) :—Med., neglect, E. HF 778 (lyr.); τὸν δῆμον D.C.51.5.    3 of Time, let pass, τὸν χειμῶνα Hdt.1.77 ; ἕνδεκα ἡμέρας Id.7.183 ; νύκτα μέσην Id.8.9 ; τὸν καιρόν Th.4.27, etc.    III relax, τοὺς τερθρίους παρίει Ar. Eq.440 ; οἶνος παρίησι weakens, D.L.9.86 ; remit, γόον, πόθον, χόλον, E. Supp.111, Tr.650, IA[1609] ; give up, μελέτας Th.1.85 ; τὸν φελλόν give up the use of. ., Thphr.l.c. :—Pass., to be relaxed, weakened, κόπου δ' ὕπο. . παρεῖται E. Ba.635 ; κόπῳ παρεῖμαι Id.Ph.852 ; παρειμένος νόσῳ Id.Or. 881 ; ὕπνῳ Id.Cyc.591 ; γήρᾳ Pl. Lg.931d ; σώμασι παρειμέναι E. Ba. 683 ; παρειμένα μέρη τοῦ σώματος Dsc.3.73, cf. Aret. SD1.7, etc.; καὶ δὴ παρεῖται σῶμα E. Supp.1070 ; τῷ λίαν παρειμένῳ Id.Or.210 ; τὰ σώματα παρειμένοι D.S.14.105 ; ὥστε καὶ τοῦ σώ ματός τι παρεθῆναι D.C.68.33.    2 τοῦ ποδὸς παρίει slack away the sheet, Ar.Eq.436 : so perh. metaph., τοῦ μετρίου παρείς letting go one's hold of moderation, i. e. giving it up, S.OC1212 (lyr.).    3 remit punishment, τιμωρίαν Lycurg. 9 (Pass.) ; pardon, τὴν συμφοράν Ar.Ra.699 :—Pass., ἐποίησεν παρεθῆμεν (Dor. for παρεθῆναι) secured our release from the obligation, IG42(1).66.47 (Epid., i B.C.) : c. gen., παρεῖσθαι τὰς πόλεις τῶν τόκων OGI444.15 (Ilium, iB.C.).    IV yield, give up, νίκην τινί Hdt.6.103, cf. A.Ag.943 ; τυραννίδα τινί E. Ph.523 ; αὑτοὺς κυμάτων δρομήμασιν Id.Tr.693 ; π. τινὶ τὴν ἀρχήν Th.6.23, cf. Arist. Pol. 1285b15; οὐδὲ δεῖν δυνάμενον ἄρχειν παριέναι τῷ πλησίον ib.1325a37 ; leave a thing to another, σοὶ παρεὶς τάδε S. Ph.132 ; Ζεὺς τὰ μικρὰ . . ἄλλοις δαίμοσιν παρεὶς ἐᾷ Trag.Adesp.353 :—Med., give up, συμμαχίαν Arist. Rh.Al. 1446b28 ; resign, στρατηγίαν D.C.39.23, etc. :—Pass., [γῆ] παρειμένη left in private ownership, PHib.1.53.5 (iii B. C.).    2 permit, allow, c. dat. pers. et inf., ἄλλῳ δὲ παρήσομεν οὐδενὶ ναυαρχέειν Hdt.7.161, cf. S. El.1482, Ar. Eq.341, Arist. Pol.1336b29 : c. subj., πάρες ὑπερβῶ suffer me to... E.Fr.308 (anap.) : abs. (the inf. being understood), S. OC591, Ar.Eq.340, Pl.Smp.199c, etc.; μὴ παρῇς σαυτοῦ βροτοῖς ὄνειδος do not allow them to have cause to reproach thee, S. Ph.967 ; παρῆκεν, ὥστε βραχέα μοι δεῖσθαι φράσαι has allowed that there should be but little for me to say, Id.OC570.    V allow to pass, admit, οὐδεὶς ὅστις οὐ παρήσει [ἡμέας] Hdt.3.72, cf. 4.146 ; π. ἐς τὴν Ἑλλάδα τοὺς βαρβάρους, τὸν Μαρδόνιον ἐπὶ τὴν Ἑ., Id.8.15, 9.1 ; Ἄδραστον εἰς γῆν π. E.Supp.468 ; λόγον π. εἰς τὸ φρουρίον Pl.R.561b ; μὴ παρίωμεν εἰς τὴν ψυχήν let us not admit [the thought], Id.Phd.90e :—Med., βαρβάρους εἰς τὰς ἀκροπόλεις παρεῖνται have admitted them into their very citadels, D.15.15 ; of innkeepers, admit, τοὺς καταλύτας ἡμιασσαρίου Plb.2.15.6.    VI Med., obtain the leave of a magistrate, παρέμενος τοὺς ἄρχοντας Pl. Lg.742b, cf. 951a.    2 beg to be excused or let off something, οὐδέν σου παρίεμαι I ask no quarter, Id.R.341b ; οὐκ ἂν παρείμην οἷσι μὴ δοκῶ φρονεῖν I ask no favour of them, S.OC1666 ; so παριέμεσθα καί φαμεν κακῶς φρονεῖν I ask pardon... E. Med.892 ; τοῦτο ὑμῶν δέομαι καὶ παρίεμαι Pl. Ap.17c.

German (Pape)

[Seite 522] (s. ἵημι), 1) act., herabsenden, daneben herablassen, παρείθη μήρινθος ποτὶ γαῖαν, hing herab zur Erde, Il. 23, 868; τοῦ νεανίσκου τὴν χεῖρα παρεικότος, Clearch. bei Ath. VI, 257 a; – vorbei, vorüberlassen, bes. von der Zeit, ενδεκα ἡμέρας παρέντες, Her. 7, 183. 8, 9; μηδὲ διαμέλλειν καιρὸν παριέντας, Thuc. 4, 27; τοὺς καιρούς, Plat. Rep. II, 374 e u. Folgde; τὸν ἑκάστου καιρὸν οὐ παρεθέντα, Dem. 18, 303; Pol. 1, 33, 5 u. A.; – τοὺς βαρβάρους εἰς τὴν Ἑλλάδα, Her. 8, 15, zulassen, hineinlassen, wie τὸν Μαρδόνιον ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα, 9, 1; vorbei- oder durchlassen, wie Eur. ἀπαυδᾷ Ἄδραστον ἐς γῆν τήνδε μὴ παριέναι, Suppl. 468; εἰς τἡν ἀκρόπολιν, Xen. Hell. 5, 2, 29; – üdergehen, unterlassen, vernachlässigen, μὴ παρίει καλά, Pind. P. 1, 165; ὁ δ' οὔτι μέλλων οὐδ' ἀφρασμόνως ὕπνῳ νικώμενος παρῆκεν ἀγγέλου μέρος, Aesch. Ag. 282; παρεὶς τάδε, Ch. 912; εἰ μέν τι τῇδε λοιπὸν ῆ παρειμένον ἔχεις γεγωνεῖν, Prom. 821; παρῆκα θεσμῶν οὐδέν, Soph. Trach. 682; κοὐδὲν παρήσω τῆς ἀληθείας ἔπος, Ant. 1193; ἄφθογγός εἰμι καὶ παρεῖσ' ἐῶ στόμα, Eur. Troad. 690; u. in Prosa, τὰ αὐτῶν πλέω παρήσομεν, Her. 1, 177; ὃν τότε παρεῖμεν, Plat. Rep. VI, 503 e; μὴ παρῶμεν αὐτὸ ἄῤῥητον, Legg. VI, 754 a; Folgde; auch c. gen., ὅστις τοῦ πλέονος μέρους χρῄζει τοῦ μετρίου παρεὶς ζώειν, Soph. O. C. 1212. wie Plat, Phaedr. 253 e; περί τινος, Pol. 2, 59, 3; vgl. Arist. eth. 10, 1, 2, ἥκιστα παρετέον ὑπὲρ τούτων εἶναι δόξειεν ἄν; – c. inf., Plut. Rom. 17 u. sonst; – zulassen, annehmen, συμμαχίαν, Plat. Rep. VIII, 560 d, übertr. gebraucht, vgl. λόγον ἀληθῆ οὐ προσδεχόμενος, οὐδὲ παριεὶς εἰς τὸ φρούριον, ib. 561 b; dah. παριέναι εἰς τὴν ψυχήν, Plat. phaed. 90 d, eigtl. einen Gedanken ln die Seele ein-, zulassen, d. i. sich überreden; auch erlauben, ἀλλ' οὐδ' ὅτ' αὐτὸς ἤθελον, παρίεσαν, Soph. O. C. 591; ἀλλὰ παρίημι, φάναι τὸν Φαῖδρον, ἀλλ' ἐρώτα, Plat. Conv. 199 c, vgl. 214 e; Eur. bei Schol. Ar. Vesp. 754 πάρες ὑπερβῶ κρηναῖα νάπη; c. inf., κόσμον πάρες μοι παισὶ προσθεῖναι νεκρῶν, Eur. Herc. Fur. 393; vgl. Soph. El. 1482 u. Plat. Conv. 199 b; auch μὴ παρῇς τὸ μὴ οὐ φράσαι, Soph. O. R. 283; u. mit ὥςτε, O. C. 570, wie Her. 7, 161; – überlassen, τινί, Arist. pol. 7, 14; τὴν ἀρχήν τινι, Plut. Them. 7; Aesch. κράτος μέντοι πάρες γ' ἑκὼν ἐμοί, Ag. 917; in anderer Beziehung, ἑαυτὸν κυμάτων δρομήμασιν, Eur. Troad. 688, sich den Wogen überlassen, anvertrauen; – nachlassen, abspannen, τοῦ ποδὸς παριέναι, das Segeltau nachlassen, übertr. nachgeben, weichen, Ar. Equ. 437; u. pass. erschlaffen, γήρᾳ παρειμένος, Plat. Legg. XI, 931 d; ὕπνῳ, Eur. Cycl. 587; κόπου δ' ὕπο παρεῖται, Bacch. 635; von den Leidenschaften, τοὐμὸν παριεὶς καὶ καταμβλύνων κέαρ, Soph. O. R. 688; γόον, Eur. Suppl. 111; πόθον, Troad. 645; von der Freude, χαίροντε ὀλίγον παρείθησαν, Plat. Euthyd. 303 b; auch bei Plut. Eum. 7, πληγεὶς περὶ τὸν τράχηλον ἔπεσε καὶ παρείθη; Pol. vrbdt τὴν δύναμιν παρελέλυντο καὶ παρεῖντο, 1, 58, 9. – Auch eine Strafe nachlassen, Lycurg. 9; ähnlich συμφοράν, Ar. Ran. 699. – 2) med., bei sich zulassen, οὓς εἰς τὰς ἀκροπόλεις παρεῖνται, Dem. 15, 15; Pol. 2, 15, 6. – Auch = παραιτοῦμαι, wie es die VLL. erklären, eigtl. Einen auf seine Seite herüberzuziehen, ihn sich zu gewinnen suchen, vgl. Ruhnk. Tim. 207; εἰ δὲ μὴ δοκῶ φρονῶν λέγειν, οὐκ ἂν παρείμην, οἷσι μὴ δοκῶ φρονεῖν, Soph. O. C. 1666; vgl. Eur. Med. 892, um Verzeihung bitten, παριέμεσθα καί φαμεν κακῶς φρονεῖν; sich ausbitten, οὐδέν σου παρίεμαι, Plat. Rep. I, 341 b; neben δέομαι, Apol. 17 c, vgl. Legg. V, 742 b, wo die vulg. παραιτησάμενος für παρέμενος. – Sp. auch wie im act. überlassen, aufgeben, τὴν στρατηγίαν προσεποιήσατο ἐθελοντὴς παρεῖσθαι, D. Cass. 39, 23; παρήκατο, Ggstz von προσεδέξατο, 43, 14; auch vernachlässigen, 60, 2. – Bei den Gramm. ist παρεῖται es »ist ausgelassen und dazu zu verstehen«, Schol. Il. 9, 252.