διαπράσσω

From LSJ
Revision as of 19:56, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_3)

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπράσσω Medium diacritics: διαπράσσω Low diacritics: διαπράσσω Capitals: ΔΙΑΠΡΑΣΣΩ
Transliteration A: diaprássō Transliteration B: diaprassō Transliteration C: diaprasso Beta Code: diapra/ssw

English (LSJ)

Att. διαπράττω, Ion. δια-πρήσσω,

   A pass over, c. gen., διέπρησσον πεδίοιο they made their way over the plain, Il.2.785, 3.14; also οἵ κε . . διαπρήσσωσι κέλευθον may finish their journey, Od.2.213, cf. 429: of Time, c. part., ἤματα . . διέπρησσον πολεμίζων I went through days in fighting, Il.9.326; κεν . . εἰς ἐνιαυτὸν ἅπαντα οὔ τι διαπρήξαιμι λέγων I should not finish speaking... Od.14.197:—Med., διαπραξάμενος βίον Alex.262.2 (dub.).    II bring about, accomplish, Hdt.9.94; δ. τινί τι get a thing done for a man, Id.3.61, cf. A.Eu.953(lyr.): c. inf., X.Smp.5.9: abs., Ar.Eq.93:—Pass., ἐπ' ἔργοις διαπεπραγμένοις καλῶς A.Ch.739:—freq. in Med., Hdt.1.2, 2.2, Ar.Lys.518, etc.; δι' ἑρμηνέων Hdt.4.24; οὐδὲν καινὸν διαπράττονται D.35.1: pf. Pass. in med. sense, τὸ αὐτὸ διαπεπραγμένοι εἰσὶν ὥσπερ ἂν εἰ . . Pl.Grg.479a; πολλοῖς πολλὰ παρὰ τοῦ πάππου ἀγαθὰ διεπέπρακτο X.Cyr.4.2.10, cf. An.2.3.25; ὃ οὗτοι διαπεπραγμένοι εἰσί D.35.26, cf. Din.1.97, Isoc. 4.137; τοὺς ἀνήκεστα δ. Theodect. ap. Arist.Rh.1399b4, cf. Men. Per.Fr.1: also strictly in sense of Med., effect for oneself, gain one's point, Hdt.9.41; τὸ ἴδιον Antipho 5.61; φιλίαν δ. πρός τινα X.An.7.3.16; πλοῖα παρά τινος ib.6.2.17: c. inf., δ. τῶν ἀγγέλων γενέσθαι Pl.R.360a; δ. ὥστε folld. by inf., Lys.16.15, Pl.Grg.478e, by ind., X.An.4.2.23; δ. μὴ καίειν ib.3.5.5.    2 Med., get for oneself, obtain, πλοῖα ib.6.2.17, cf. 3.2.29.    III make an end of, destroy, in Pass., A.Pers.260(lyr.), al., S.Tr.784, E.Hel.858; διαπέπρακται τὰ Καρχηδονίων Plu.Fab.5.    IV Med., intrigue successfully, Aeschin. 3.232 (so in Act., διαπρήσσει· ἀπατᾶ, ψεύδεται, Hsch.).

German (Pape)

[Seite 597] att. διαπράττω, ion. διαπρήσσω (s. πράσσω), hindurchdringen, hindurchkommen, durchmachen, vollenden, vollbringen. Homer: Odyss. 2, 213 ἄγε μοι δότε νῆα καὶ ἑταίρους, οἵ κέ μοι ἔνθα καὶ ἔνθα διαπρήσσωσι κέλευθον, den Weg zurücklegen; Odyss. 2, 429 Iliad. 1, 483 von einem Schiff ἡ δ' ἔθεεν κατὰ κῦμα διαπρήσσουσα κέλευθον; Iliad. 2, 785. 3, 14. 23, 364 μάλα δ' ὦκα (οἱ δ' ὦκα) διέπρησσον πεδίοιο, der genitiv. ist ein Homerischer genitiv. der Ergänzung, wie er bei nominibus überall, bei verbis von Homer ungleich häufiger als in der Artischen Prosa zur Anwendung gebracht wird, διαπράσσειν τοῦ πεδίου wie wenn man ἡ διάπραξις τοῦ πεδίου sagte; Aristarch faßte διαπράσσειν πεδίοιο = διαπράσσειν διὰ τοῦ πεδίου, Scholl. Aristonic. Iliad. 23, 364 ὴ διπλῆ, ὅτι λείπει ἡ διά, διὰ πεδίου, vgl. Friedlaender Schematol. p. 26; mit particip. Iliad. 9, 326 ἤματα δ' αἱματόεντα διέπρησσον πολεμίζων; Odyss. 14, 197 ῥηιδίως κεν ἔπειτα καὶ εἰς ἐνιαυτὸν ἅπαντα οὔ τι διαπρήξαιμι λέγων ἐμὰ κήδεα θυμοῦ, ich würde in einem Jahre mit der Erzählung nicht durchkommen, zu Ende kommen. – Folgende: 1) durchmachen, vollenden, vollbringen; Her. 9, 94; Att., τί, Ar. Equ. 93 Plut. 217; Xen. Mem. 2, 3, 13; τινὶ ὧν δεῖται Cyr. 1, 4, 13. – Gew. im med., für sich durchsetzen, oft auch für Andere; bei Plat. nur so, theils absol., Phaedr. 256 c, theils c. acc., πάγκαλον πρᾶγμα Conv. 183 b; τὰ πάντα Gorg. 151 d, u. ä.; auch folgt μὴ διδόναι δίκην, Gorg. 479 a; ὥστε c. inf., Xen. Cyr. 7, 4, 9; Plat. Gorg. 478 e; auch διαπεπραγμένος τι, Din. 1, 97, wie Men. Perinth. fr. 1; u. Diphil. Stob. fl. 24, 1; διαπέπρακται, er hat ausgerichtet, Isocr. 4. 187; aber διαπέπρακται ὁ πόλεμος pass., Plut. Caes. 52. – Uebh. = unterhandeln, δι' ἑρμηνέων, Her. 4, 24; πρός τινα, Plat. Hipp. mai. 281 a; περί τινος πρός τινα, mit Einem über etwas, Xen. An. 7, 4, 12; durchsetzen, erlangen, ἀγαθόν τινι παρά τινος. Is. 3, 20. – 2) die Tragg. brauchen es übertr. für tödten; στυγερῷ θανάτῳ διεπράχθης Aesch. Ch. 1008; vgl. Soph. Tr 784; Eur. Ion 358; διαπεπράγμεθα, wir sind zu Grunde gerichtet, es ist aus mit uns, Hel. 864; auch Sp., wie Plut. Fab. M. 5, διαπέπρακται τὰ τῶν Καρχηδονίων.