περίειμι

From LSJ
Revision as of 12:03, 4 August 2017 by Spiros (talk | contribs)

ἡ δὲ γεωργία πέττει καὶ ἐνεργὸν ποιεῖ τὴν τροφήν → tillage brings to maturity and calls into action the nutritive properties of the soil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίειμι Medium diacritics: περίειμι Low diacritics: περίειμι Capitals: ΠΕΡΙΕΙΜΙ
Transliteration A: períeimi Transliteration B: perieimi Transliteration C: perieimi Beta Code: peri/eimi

English (LSJ)

(εἰμί sum)

   A to be around, χωρίον ᾧ κύκλῳ τειχίον περιῆν Th.7.81 ; but more freq.    II to be superior to another, surpass, excel, c.gen.pers., τόσσον ἐγὼ περί τ' εἰμὶ θεῶν περί τ' εἴμ' ἀνθρώπων 11.8.27, cf. Emp.113, Hdt.3.146, X.Mem.3.7.7: c. acc. rei, περὶ φρένας ἔμμεναι ἄλλων Il.13.631 ; περίεσσι γυναικῶν εἶδός τε μέγεθός τε Od.18.248, cf. 19.326, etc.; οἳ περὶ μὲν βουλὴν Δαναῶν περὶ δ' ἐστὲ μάχεσθαι Il.1.258, cf. Od.1.66: later c. dat. rei, σοφίᾳ τῶν Ἑλλήνων π. Pl.Prt.342b, cf. Smp. 222e; τῇ ἐπιμελείᾳ π. τῶν φίλων X.An.1.9.24: without gen. pers., to be superior, ναυσὶ πολὺ π. Th.6.22 ; πολλὸν π. πλήθεϊ Hdt.9.31, cf. X. An.1.8.13 : abs., ἐλπὶς τοῦ περιέσεσθαι hope of success, Th.1.144, cf. Men.Sam.134; ἐκ περιόντος ἀγωνιεῖσθαι at an advantage, Th.8.46.    III to be spared, τινι Hdt.3.119: abs., survive, Id.1.11,120, al., Hp.Prog.20 ; τῇ σεωυτοῦ μοίρῃ περίεις by your own destiny, Hdt.1.121 ; τὴν Ἑλλάδα π. ἐλευθέρην shall remain free, Id.7.139, cf. D.21.222, etc. ; of things, to be extant, still in existence, Hdt.1.92, etc.    2 to be over and above, remain, freq. in part., τὸ περιὸν τοῦ στρατοῦ Th.2.79 ; esp. of property, money, etc., ἡ περιοῦσα παρασκευή Id.1.89 ; π. τινὶ εἰς τὸν ἐνιαυτόν Pl.R.416e ; οἰόμενοι περιεῖναι χρήματά τῳ imagining that any one has a balance in his hands, D.18.227 ; τὰ περιόντα τοῦ κλήρου the surplus, balance, Pl.Lg.923d, cf. Lys.21.16, Is.5.41; τὰ περιόντα χρήματα τῆς διοικήσεως the money remaining after paying the expenses, D.59.4, cf. IG12.91.31, PRev.Laws 16.16 (iii B.C.), etc. ; ἃ δὲ νῦν περιόντ' αὐτὸν ὑβρίζειν ἐπαίρει but the superfluous wealth which now incites him... D.21.211.    b metaph., ἐκ τοῦ περιεῦντος γενέσθαι to be a luxury, Democr.144 ; ἐκ τοῦ π. in one's leisure, D.Ep.3.36; as a work of supererogation, Phld.Mus.p.108K.; τοῖς ἐκ τοῦ π. εἰς εὐπρέπειαν ἠσκημένοις Luc.Am.33 ; τοσοῦτον ὑμῖν περίεστι τοῦ πρὸς ἐμὲ μίσους you have such an excess of hatred against me, Ps.Philipp. ap. D.12.7 ; τοσοῦτον αὐτῷ περιῆν (sc. τῆς ὕβρεως) D.21.17, cf. Philostr.VA3.46, Ael.NA5.34, Aristid.Or.22(19).6, al.; τοσοῦτον περίεστιν (sc. τῆς ὕβρεως (, ὥστε τοὺς ἠδικημένους πρὸς συκοφαντοῦσιν D.55.29.    3 to be left over and above, to be the net result, ὑμῖν περίεστιν ἐκ τούτων the net result to you of all this is... Id.13.20 ; ἐνίοις . . τὸ μηδὲν ἀναλῶσαι . . περίεστιν to some the net result is that they spend nothing, Id.21.155 ; ὥστε μηδὲν ἄλλ' ἢ τὰς αἰσχύνας αὐτῷ περιεῖναι Aeschin.1.154 ; ψηφίσμαθ' ὑμῖν περιέσται, βελτίω δ' οὐδ' ὁτιοῦν τὰ πράγματ' ἔσται you will have plenty of decrees, but... D. Prooem.21.3 : c. inf., περίεστι τοίνυν ὑμῖν ἀλλήλοις ἐρίζειν Id.2.29 ; cf. περιγίγνομαι.
(εἶμι)

   A ibo). [In Com. the ι in περί is sts. elided in the part., περιών, περιόντες, Pherecr.186, Phryn.Com.3.4, Pl.Com.193, Antiph.279, and the part. is so written in Pap. of Arist.Ath.53.1, Hyp.Dem.Fr.4, Lyc.2, also in all or some codd. of Th.1.30, al., X.HG 3.2.25, D.4.10, 48, al.]: go round, fetch a compass, Hdt.2.138, etc. ; π. κατὰ νώτου τισί get round and take them in rear, Th.4.36; π. κατὰ τὰς κώμας go round to every village, Pl.Min.320c ; π. κατ' ἀγρούς Lys.31.18.    b go about, Hp.Fract.15, Gland.12 ; βούλεσθε περιιόντες πυνθάνεσθαι D.4.10, cf. 48,6.14, 18.158, etc. ; κατὰ τὴν ἀγορὰν π. Phryn.Com. l. c.    2 c. acc. loci, go round, compass, π. τὸν νηὸν κύκλῳ Hdt.1.159 ; π. φυλακάς go round the guards, visit them, Id.5.33 ; τὸν βωμόν Ar.Pax 957 ; ἐν κύκλῳ περιῄει πάντα Id.Pl.709 ; ὁ ἥλιος κύκλῳ π. τὴν σελήνην Pl.Cra.409b, cf. La.183b ; τὴν Ἑλλάδα περιῄει X.An.7.1.33; αἰ μὴ περιιεῖεν [τὰν ἱερὰν γᾶν] IG22.1126.18(Amphict. Delph.); of sounds, αὐλῶν σε περίεισιν πνοή Ar.Ra.154.    II come round to one, esp. in one's turn or by inheritance, ἡ ἀρχή, βασιληΐη περίεισι ἔς τινα, Hdt.1.120, 2.120.    2 of revolving periods, χρόνου περιιόντος as time came round, ib.121.α', 4.155 ; ὁ κύκλος τῶν ὡρέων ἐς τὠυτὸ περιιών Id.2.4 ; περι (ι) όντι τῷ θέρει, τῷ ἐνιαυτῷ, Th.1.30, X.HG 3.2.25.

German (Pape)

[Seite 574] (s. εἶμι), umgehen, umhergehen; ἐκεῖνος δ' ἐν κύκλῳ τὰ νοσήματα σκοπῶν περιῄει πάντα κοσμίως πάνυ, Ar. Plut. 708; Plat. Conv. 193 a; κύκλῳ, Lach. 183 b, u. öfter; κατὰ νώτου τινί, Thuc. 4, 36, im Rücken umgehen. – In der Reihe herumgehen und wieder an denselben Ort kommen, u. übh. an Einen kommen, gelangen, ἡ ἀρχὴ ἐς τὸν παῖδα περιιοῦσα, die auf den Sohn vererbte, Her. 1, 120; ἡ βασιληΐη ἐς Ἀλέξανδρον περιήϊε, 2, 120; ἐς τωὐτό, 2, 4; u. von der Zeit, χρόνου περιιόντος, als Zeit verflossen war, im Verlauf der Zeit, 2, 121, 1. 4, 155; περιιόντος ἐνιαυτοῦ τοῦ δευτέρου, Plut. Agesil. 14; u. so περιιόντι τῷ θέρει Thuc. 1, 30 für περιόντι zu lesen; vgl. Xen. Hell. 3, 2, 25. – Auch trans., umgehen, umwandeln, τὰς φυλακάς, die Runde machen, Her. 5, 33; τὴν Ἑλλάδα περιῄει, er ging in ganz Griechenland herum, Xen. An. 7, 1, 33. (s. εἰμί), 1) herumsein, χωρίον, ᾡ κύκλῳ τειχίον περιῆν, Thuc. 7, 81. – 2) wie ὑπέρειμι, über einen Andern sein, d. i. besser oder vorzüglicher als er sein, ihn übertreffen, c. gen. der Person, die man, u. c. acc. der Sache, in der man überlegen ist, ἀλλάων περίειμι νόον, Od. 19, 326; περίεσσι γυναικῶν εἶδός τε μέγεθός τε, 18, 248; öfter in tmesi (vgl. περί); ὡς δόξαι τὴν ἑωυτοῦ δύναμιν περιέσεσθαι τῆς βασιλῆος, Her. 3, 146; in Prosa häufiger c. dat. der Sache, πολλὸν γὰρ περιέασαν (od. περίεσαν) πλήθεϊ οἱ Πέρσαι, 9, 31, an Zahl übertreffen, mehr sein, wie Xen. An. 1, 8, 13; ναυσὶ πολὺ περιεῖναι, Thuc. 6, 22, wie auch ἐκ περιόντος ἀγωνιεῖσθαι 8, 46 zu nehmen, mit der Uebermacht; σοφίᾳ τῶν Ἑλλήνων περίεισιν, Plat. Prot. 342 b; Conv. 222 e u. öfter; τῇ ἐπιμελείᾳ τῶν φίλων, Xen. An. 1, 9, 24; πανταχοῦ κρατοῦμεν καὶ περίεσμεν τῷ λόγῳ, Dem. 10, 3, öfter; Pol. 1, 27, 11 u. öfter, u. Folgde. – 3) überleben; ἢν περιῇς τῶν κηρίων, Ar. Eccl. 1035; τινί, Her. 1, 121. 3, 119; häufig absolut, ἔςτ' ἂν πυνθάνηται περιεόντα τὸν πατέρα, 3, 53, am Leben bleiben, gerettet werden, genesen, vgl. 1, 11. 120. 7, 107, öfter; οἰκίαι αἱ μὲν πολλαὶ πεπτώκεσαν, ὀλίγαι δὲ περιῆσαν, Thuc. 1, 89; 5, 11 u. öfter; dah. = übrig sein, vom Gelde und Besitzthume, Ggstz von ἐνδεῖν, Plat. Rep. III, 416 e; πρὸς μέρος νεμέτω ὁ πατὴρ τὰ περιόντα τοῦ κλήρου, Legg. XI, 923 d; τοσοῦτον ὑμῖν περίεστι τοῦ πρὸς ἐμὲ μίσους, ihr habt so viel übrig, so reichlichen Haß gegen mich, Dem. 12, 7 (epist. Phil.); vgl. τούτοις δὲ τοσοῦτον περίεστιν, ὥςτε τοὺς ἠδικημένους προσσυκοφαντοῦσι, 55, 29, sie sind so übermüthig, sie wissen sich vor Uebermuth nicht zu lassen, wie οὐδ' ἐνταῦθα ἔστη τῆς ὕβρεως, ἀλλὰ τοσοῦτον αὐτῷ περιῆν, 21, 17. Auch περίεστιν ὑμίν ἐκ τούτων, das habt ihr davon, das kommt davon, Dem. 13, 20, vgl. ep. 3 p. 643; τὰ περιόντα χρήματα τῆς διοικήσεως, der Ueberschuß, der nach Abzug der Ausgabe übrigbleibt, Cassenbestand, 59, 4, vgl. 18, 227. – Dah. ἐκ τοῦ περιόντος ταῦτα ποιῶ, aus Uebermuth, Dem. ep. 3 p. 643; ohne Noth, Luc. amor. 33 u. Plut. – Auch als Resultat, Endergebniß übrigbleiben, Plut. u. a. Sp.