μυχθίζω
ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat
English (LSJ)
(μύζω A)
A make a noise by closing the mouth and forcing the breath through the nostrils, snort, esp. from passion, A.Fr.461. 2 make mouths, sneer, χείλεσι μυχθίζοισα Theoc.20.13; σιμὰ σεσηρὼς μυχθίζεις AP5.178 (Mel.); μ. καὶ διαψιθυρίζω Plb.15.26.8.
German (Pape)
[Seite 224] bei geschlossenen Lippen einen Ton von sich geben, indem man den Athem durch die Nase ausstößt, schnaub en, Ausdruck der Angst, des Unmuths, Zorns, Spottes, Hesych. u. Suid. erkl. μυκτηρίζω, χλευάζω; so σιμὰ σεσηρὼς μυχθίζεις, Mel. 52 (V, 179), spotten, höhnen, wie χείλεσι μυχθίζουσα Theocr. 20, 13, du verziehest die Lippen zum Spott (vgl. μυλλαίνω); bei Pol. 15, 26 mit διαψιθυρίζοντες ἐξελήρησαν verbunden.
Greek (Liddell-Scott)
μυχθίζω: (μύζω) φυσῶ διὰ τῆς ῥινὸς ἔχων κεκλεισμένα τὰ χείλη πρὸς δήλωσιν ἀγωνίας ἢ πάθους, Αἰσχύλ. Ἀποσπάσμ. 348· πρβλ. ἀναμυχθίζομαι. 2) χλευάζω, μυκτηρίζω, περιγελῶ, χείλεσι μυχθίσδοισα Θεόκρ. 20. 13· σιμὰ σεσηρὼς μυχθίζεις Ἀνθ. Π. 5. 179· συνημμένον μετὰ τοῦ διαψιθυρίζω, πρβλ. Πολύβ. 15. 26, 8.