ἀναμυχθίζομαι
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
English (LSJ)
moan loudly, A.Pr.743.
Spanish (DGE)
gemir mugiendo de la vaca Ío, A.Pr.743.
German (Pape)
[Seite 198] v.l., Aesch. Prom. 745, für ἀναμοχθίζομαι, die Luft durch die Nase stark einziehen, aufstöhnen.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
souffler du nez avec force ; gémir.
Étymologie: ἀνά, μυχθίζομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀναμυχθίζομαι: тяжело вздыхать, стонать Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναμυχθίζομαι: ἀποθ., ἀναπέμπω βαθὺν στεναγμόν, οἰμώζω, ὀδύρομαι, Αἰσχύλ. Πρ. 743· πρβλ. μυχθίζω.
Greek Monolingual
ἀναμυχθίζομαι (Α)
στενάζω βαθιά, οδύρομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + μυχθίζω «ξεφυσώ θορυβωδώς με κλειστό το στόμα από αγωνία ή πάθος»].
Greek Monotonic
ἀναμυχθίζομαι: αποθ., μόνο στον ενεστ., μουγκρίζω δυνατά, σε Αισχύλ.