ὀγκώδης

From LSJ
Revision as of 09:13, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_7)

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀγκώδης Medium diacritics: ὀγκώδης Low diacritics: ογκώδης Capitals: ΟΓΚΩΔΗΣ
Transliteration A: onkṓdēs Transliteration B: onkōdēs Transliteration C: ogkodis Beta Code: o)gkw/dhs

English (LSJ)

(A), ες, (ὄγκος B)

   A swelling, rounded, πλευρὰ ἡ . . πρὸς τὴν γαστέρα -εστέρα, of a horse, X.Eq.1.12 ; μέρος τι ὀ. (sc. τοῦ οἰσοφάγου) Arist.PA674b24.    2 bulky, σώματα ὀ., of birds, ib.694a11, cf. GA749b32 (Comp.).    II metaph., puffed up, Pl.Men.90a ; τὸ ἡρωικὸν . . ὀγκωδέστατον τῶν μέτρων weightiest, Arist.Po.1459b35 ; ὀ. ποιήματα bombastic, Phld. Po.5.5 ; τὸ ὀ. turgidity, D.H.Din.7, Heraclid. Pont. ap. Ath.4.624d.
ὀγκ-ώδης (B), ες, (ὀγκάομαι)

   A given to braying, ονων -έστερος Ael.NA12.34.

German (Pape)

[Seite 291] ες, schwulstartig, dick; Xen. de re equ. 1, 12; Arist. H. A. 9, 45; οἱ ὀγκώδεις καὶ πολύτροφοι, Plut. Lycurg. 17; übertr., schwülstig, aufgeblasen, καὶ ἐπαχθής, Plat. Men. 90 a; vom Tanze, Ath. I, 20 d; καὶ γαῦρος, von der äolischen Harmonie, XIV, 624 d. – Ὅστις ὄνων ὀγκωδέστερος εἶναι δοκεῖ Ael. H. A. 12, 34 wird gew. auf ὀγκάομαι zurückgeführt, der am lautesten brüllt.

Greek (Liddell-Scott)

ὀγκώδης: -ες, (ὄγκος Β, εἶδος) ὡς καὶ νῦν, ἔχων ὄγκον, πλευρὰ ἡ … πρὸς τὴν γαστέρα ὀγκωδεστέρα, ἐπὶ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 1. 12· μέρος τι ὀγκ. (δηλ. τοῦ οἰσοφάγου) Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, 9. 2) μέγας τὰς διαστάσεις, ὅσων τὰ σώματα ὀγκ., ἐπὶ πτηνῶν, αὐτόθι 4. 12, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 45, 1. ΙΙ) μεταφ., οὐχ ὑπερήφανος δοκῶν εἶναι πολίτης οὐδὲ ὀγκώδης τε καὶ ἐπαχθής, ἀλλὰ κόσμιος καὶ εὐσταλὴς ἀνὴρ Πλάτ. Μένων 90A· τὸ ἡρωικὸν ... ὀγκωδέστατον τῶν μέτρων, τὸ πληρέστατον, Ἀριστ. Ποιητ. 24. 9· ― τὸ ὀγκῶδες, ὁ κόμπος, στόμφος, Διον. Ἁλ. περὶ Δεινάρχ. 7, Ἀθήν. 624D.