ἀπουσία

From LSJ
Revision as of 09:14, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπουσία Medium diacritics: ἀπουσία Low diacritics: απουσία Capitals: ΑΠΟΥΣΙΑ
Transliteration A: apousía Transliteration B: apousia Transliteration C: apousia Beta Code: a)pousi/a

English (LSJ)

ἡ, (ἀπεῖναι)

   A absence, A.Ag.1259, E.Hec.962, Th.1.70, Ep.Phil.2.12, etc.    II waste, as in smelting ore, Arist.Mete.383b3, Agatharch.28; τρῖψις καὶ ἀ. POxy.1273.32 (iii A.D.).    III = ἀποσπερματισμός, Plu.2.364d.

German (Pape)

[Seite 333] ἡ, 1) die Abwesenheit, Aesch. Ag. 889. 1232; Dem. 1, 3. – 2) das Fehlende, der Verlust, ὀλίγης ἀπουσίας D. Sic. 3, 14. – 3) = ἀποσπερματισμός Plut. Is. 34.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπουσία: ἡ, (ἀπεῖναι) τὸ μὴ παρεῖναι, ἀπουσία ὡς καὶ νῦν, λέοντος εὐγενοῦς ἀπουσίᾳ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1259, τῆς ἐμῆς ἀπουσίας Εὐρ. Ἑκ. 962, Θουκ. 1. 70, κτλ. ΙΙ. «ἀπόλειψις» (Ἡσύχ.) ἀπώλεια, κοιν. «φύρα», ὡς π.χ. κατὰ τὴν χώνευσιν μεταλλούχου γῆς, ἀπουσίαν γίγνεσθαι πολλὴν (δηλ. ἀπορρεῖν πολλὰ τοῦ σιδήρου τηκομένου) καὶ τὸν σταθμὸν ἐλάττω Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 6, 10, Διόδ. 3. 14. ΙΙΙ. = ἀποσπερματισμός καὶ γὰρ οἱ Ἕλληνες τὴν τοῦ σπέρματος πρόεσιν ἀπουσίαν καλοῦσι, καὶ συνουσίαν τὴν μῖξιν Πλούτ. 2. 364D, ἴδε Οὐϋττεμβ. ἐν τόπῳ.