προσστρατοπεδεύω
From LSJ
καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)
English (LSJ)
A encamp near, [πόλει] Plb.1.42.8, al., cf. D.S. 14.17.
German (Pape)
[Seite 780] auch als dep. med., sich dabei lagern, τῇ πόλει, Pol. 1, 42, 8, u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
προσστρατοπεδεύω: στρατοπεδεύω πλησίον, τόπῳ Πολύβ. 1. 42, 8, κτλ.