αἰπόλος

From LSJ
Revision as of 09:25, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it

Source

Greek (Liddell-Scott)

αἰπόλος: ὁ, βοσκὸς αἰγῶν, αἰπόλος αἰγῶν, Ὀδ. Υ. 173· πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 639Α: ἐν Ἡροδ. 2. 46· ἀντὶ τοῦ οἱ αἰπόλοι, ὁ Schäfer διώρθωσεν οἱ κόλοι (τράγοι), πρβλ. Θεόκρ. 8. 51· (τὸ αἰ-πόλος, σαφῶς παράγεται ἐκ τοῦ αἰγο-πόλος, πρβλ. θαλαμηπόλος, θεηπόλος, μουσοπόλος· ἐκ √ΠΕΛ, √ΠΟΛ, αἱ ὁποῖαι φαίνονται ἐν τοῖς πέλομαι, πολέω, πολεύω, ἀναπολεύω, ἀμφίπολος καὶ συμφωνοῦσι κατὰ τὸ σημαινόμενον πρὸς τὰ Λατ. versari, colere. Εἶναι πιθανὸν ὅτι αἱ √ΠΟΛ καὶ √ΚΟΛ διαφέρουσιν ἁπλῶς κατὰ τύπον, πρβλ. στοιχεῖον Π π. ΙΙ, ὥστε τὸ βουκόλος = βουπόλος, καὶ τὸ αἰπόλος = αἰκόλος).