ἀμορβός
From LSJ
Γλώσσῃ ματαίᾳ ζημία προστρίβεται → Afferre damna lubricum linguae solet → Der eitlen Zunge folgt die Strafe auf den Fuß
English (LSJ)
ὁ,
A follower, attendant, Call.Dian.45: esp. herdsman, shepherd, Id.Hec.6, Nic. Th.49, Opp.C.1.132. II as Adj., dark, Sch.Nic.Th.28; and ἀμορβῷ is v.l. for ἀμολγῷ, Hom.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμορβός: ὁ, ἀκόλουθος, ὑπηρέτης, Spanh. Κάλλ. εἰς Ἄρτ. 45: κυρίως, βοσκός, ποιμήν, χοιροβοσκός, Ὀππ. Κ. 1. 132, Νικ. Θ. 49: πρβλ. ἀμορβάς. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., σκοτεινός, Σχόλ. εἰς Νικ. Θ. 28· σημειωτέον δὲ ὅτι τὸ ἀμορβῷ εἶναι διάφ. γραφὴ ἀντὶ τοῦ ἀμολγῷ, παρ’ Ὁμ. (Ὁλόκληρος οἰκογένεια τῶν λέξεων τούτων εἶναι ἀμφιβόλου ἐτυμολογίας, εὕρηται δὲ μόνον παρ’ Ἀλεξανδρ. ποιηταῖς).