προσηγορία
Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
English (LSJ)
ἡ,
A friendly greeting, familiarity, Plu.2.709b, D.L.3.98. II addressing, ἡ κατὰ τοὔνομα π. Arist.Cat.1a13; τῷ σχήματι τῆς π. ib.3b14: hence, appellation, name, Isoc.15.284, Com.Adesp.143, D.6.25, Arist.Pol.1275a6, Thphr.HP3.3.6, Plb.3.49.5, D.H.Comp.26, D.S.16.50, Quint.Inst.1.4.21; title, ἡ τοῦ ἄρχοντος π. IG22.1110. 2 Gramm., common noun, Zeno Stoic. 1.19, D.H.Amm.2.11, etc.; but ἡ π. ὡς εἶδος τῷ ὀνόματι ὑποβέβληται D.T.634.6.
German (Pape)
[Seite 764] ἡ, die Anrede, das Grüßen, Poll. 5, 137; bes. die Tröstung, Sp. – Die Benennung, der Name, οὐχ ὁρᾶτε Φίλιππον ἀλλοτριωτάτας ταύτῃ (τῇ ἐλευθερίᾳ) καὶ τὰς προσηγορίας ἔχοντα; nämlich βασιλεύς, τύραννος, Dem. 6, 25, u. öfter. – Bei den Grammatikern nomen appellativum im Ggstz des proprium, D. L. 7, 58.
Greek (Liddell-Scott)
προσηγορία: ἡ, φιλικὸς χαιρετισμός, ἀσπασμός, πρόσρησις, προσφώνησις, Διογ. Λ. 3. 98, Πλούτ. 2. 709Α. ΙΙ. ὀνομασία, Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 303, Δημ. 72. 1, Ἀριστ. Κατηγ. 5, 30, Πολ. 3. 1, 3, ἀλ. 2) παρὰ τοῖς γραμμ., κοινὸν ὄνομα, ὄνομα προσηγορικόν, nomen appellativum, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ κύριον ὄνομα, n. proprium, Ζήνων παρὰ Διογέν. Λ. 7. 58, Διον. Ἁλ. πρὸς Ἀμμαῖον 2. 11.