παρακρούω

From LSJ
Revision as of 09:34, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_23)

ἡ δὲ φύσις φεύγει τὸ ἄπειρον· τὸ μὲν γὰρ ἄπειρον ἀτελές, ἡ δὲ φύσις ἀεὶ ζητεῖ τέλοςnature, however, avoids what is infinite, because the infinite lacks completion and finality, whereas this is what Nature always seeks

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακρούω Medium diacritics: παρακρούω Low diacritics: παρακρούω Capitals: ΠΑΡΑΚΡΟΥΩ
Transliteration A: parakroúō Transliteration B: parakrouō Transliteration C: parakroyo Beta Code: parakrou/w

English (LSJ)

   A strike aside, οὐκ ἄν σε παρακρούοι ἡ παροῦσα συμφορά will not put you out, bias your judgement, Pl.Cri.47a:—Pass., to be led astray, go wrong, ἄθρει . . πῇ παρακρουόμεθα Id.Ly.215c ; ἐφενακίσθητε καὶ παρεκρούσθητε D.23.107 ; μὴ παρακρουσθῆτε be not diverted from the point, Id.21.160; ὑπό τινος by one, Aeschin.1.170 ; περί τινος about a thing, Plb.23.3.3 (s.v.l.); τὰ σφάλματα, ἃ αὺτὸς ὑφ' ἑαυτοῦ . . παρεκέκρουστο the faults into which he had been misled, Pl.Tht.168a.    2 Med., mislead, deceive, cheat, esp. by fallacies, π. καὶ παραλογίζεσθαι Isoc.12.243; τὰς δόξας τῶν ἀκροωμένων π. ib. 271, cf.Pl.Cra.393c, D.2.5, 18.276, Din. 1.40, Arist.Pol.1297a10, Metaph.1025a6, Men.Epit.329, PSI4.442.24 (iii B.C.), etc.; τηλικουτονὶ πρᾶγμα π. τοὺς δικαστάς D.43.39 : pf. Pass. παρακέκρου (ς) μαι in sense of Med., Id.6.23, Luc. Tim.57.    3 Med., metaph., crack, φυλάττου μὴ πεσὼν σαυτὸν παρακρούσῃ Phryn. Com.58.    II strike away, parry, Them.Or.32.359b:—but usu. Med., π. ταῖς μαχαίραις τοὺς κοντούς Plu.Luc.28, cf. Sull.18 ; shun, avoid, τὸν θρίαμβον Id.2.198b.    III παρακεκροῦσθαι τῶν φρενῶν to be driven from one's senses, Com.Adesp.705:—so also intr. in Act., πάντα παρέκρουσε Hp.Epid.1.26.α'.    IV ἡ ὀθόνη παρακέκρουσται is ready hoisted, Luc.Cat.1 (s.v.l.).    V perh. strike a horse sideways, IG12.374.166.    VI of a wrestler, make a feint, EM652.48.    VII of a seller, strike off too much from the top of the measure (from which signf. 1.2 is said to be derived), Harp.; cf. παρακρουσιχοίνικος.

German (Pape)

[Seite 485] (s. κρούω), daneben, an der Seite schlagen, dran vorbei schlagen, dah. falsch schlagen, bes. ein Saiteninstrument; wegstoßen, -schlagen, Plut. Sull. 18 Lucull. 28; aber ἡ ὀθόνη παρακέκρουσται ist = ist beigesetzt, Luc. catapl. 1. – Uebtr. nach Harpocr. μετῆκται ἀπὸ τοῦ τοὺς ἱστάντας τι ἢ μετροῦντας κρούειν τὰ μέτρα καὶ διασείειν ἕνεκα τοῦ πλεονεκτεῖν, also eigtl. an die Wagschale oder das Maaß schlagen und dadurch betrügen, schnellen, vom rechten Wege abführen, οὐκ ἄν σε παρακρούοι ἡ παροῦσα ξυμφορά, Plat. Crit. 47 a; besonders im med., παρακρούσασθαι, dem ἐξαπατῆσαι entsprechend, Dem. 24, 79, u. oft dem φενακίζειν entsprechend, wie 31, 12; mit doppeltem accus., πῆ παρακρούεταί ποθ' ἕκαστα ὑμᾶς, 29, 1; τηλικοῦτον πρᾶγμα παρακρουόμενοι τοὺς δικαστάς, 43, 39; vgl. Wolf Lept. p. 291; Sp., μῶν παρακέκρουσμαί σε, Luc. Tim. 57; pass., παρακρουσθῆναι ὑπὸ τῆς γοητείας, Din. 1, 66; ἡ πόλις παρακέκρουσται, Dem. 24, 37 (aber παρακεκρουμένος 6, 23 Bekk., vulg. mit σ) Plat. τὰ σφάλματα, ἃ αὐτὸς ὑφ' ἑαυτοῦ καὶ τῶν προτέρων συνουσιῶν παρεκέκρουστο, Theaet. 168 a; ὑφ' οὗ παρακρουσθῆναι πολλούς, Pol. 34, 5, 2. – Auch παρακεκροῦσθαι τῶν φρενῶν ἢ τοῦ νοῦ, nach Phryn. in B. A. 59, 27 παραπεπαῖσθαι καὶ μὴ ἐν τῷ καθεστῶτι εἶναι, verrückt sein; u. so auch neutral, παρέκρουσε, er war wahnsinnig, Hippocr. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρακρούω: κτυπῶ δίπλα, κυρίως (κατὰ Φώτ.) ἐπὶ τοῦ παλαιστοῦ ὅστις άνατρέπει δι’ ὑποκλεισμοῦ τὸν ἀντίπαλον ἢ μᾶλλον (κατὰ Ἀρπορκ.) ἐπὶ ἐμπόρου ὃστις πωλὼν σῖτον ἀποκόπτει παραπολὺ ἐκ τῆς κορυφῆς τοῦ μέτρου, πρβλ. κρουσιμετρέω, παρακρουσιχοίνος˙- καθόλου, διαψεύδω τὰς ἔλπίδας τινός, παροδηγῶ, καθόλουμετὰ τῆς ἐννοίας ἀπάτης, ἐξαπατῶ, οὐκ ἅν σε παρακρούοι ἡ παροῦσα ξυμφορά Πλάτ. Κρίτων 47A, πρβλ. Δείναρχ. 103. 13. - Παθ., παροδηγούμαι, παραπλανῶμαι, σφάλλομαι, ἄθρει ... πῆ παρακρουόμεθα Πλατ. Λῦσ. 215C˙ φενακισθῆναι καὶ παρακρουσθῆναι Δημ. 656. 5˙ μὴ παρακρουσθῆτε, μὴ ἐξαπατηθῆτε νὰ ἐξέλθητε τοῦ ζητήματος, ὁ αὐτ. 566. 20˙ ὑπο τινος Αἰσχιν. 24. 19˙περί τινος, ὡς προς τι πρᾶγμα, Πολύβ. 24. 3, 3˙τἁ σφάλματα, ἃ αὐτός ὑφ’ ἑαυτοῦ ... παρεκέκρουστο τά λάθη εἰς τά ὁποῖα ὁ ἴδιος εἶχεν ὑποπέσει ἐξαπατηθείς, Πλάτ. Θεαίτ. 168Α. 2) οὕτως ἐν τῶ μέσ. τύπῳ, παροδηγῶ, ἐξαπατῶ, μάλιστα διὰ παραλογισμῶν (πρβλ. παράκρουσις Ι. 2), π. ὁαὐτ. 289Ε˙ πρβλ. Δείναρ. 95. 23, Πλάτ. Κρατ. 393C, Δημ. 19. 18., 1, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 12, 6, Μετά τὰ Φυσ. 4. 29, 5˙ π. τηλικουτονί πρᾶγμα τοὺς δικαστὰς (ἔνθα ταὸ τηλ. πρ., καῖται ἐπιρρηματικῶς) Δημ. 1062. 17˙ πρκμ. παθ.