κήλη

From LSJ
Revision as of 09:34, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κήλη Medium diacritics: κήλη Low diacritics: κήλη Capitals: ΚΗΛΗ
Transliteration A: kḗlē Transliteration B: kēlē Transliteration C: kili Beta Code: kh/lh

English (LSJ)

Att.κάλη [prob.ᾱ], ἡ,

   A tumour; esp. rupture, hernia, Hp.Aër. 7 (pl.), AP6.166 (Lucill.), 11.342.    2 hump on a buffalo's back, Arist.HA606a16, in acc. pl. κάλας (v.l. χαίτας); in human beings, Eup.276.1, Gal.7.729, Artem.3.45; καλήτης καὶ κάλη Ἀττικοί... κηλήτης καὶ κήλη Ἴωνες Phryn.PSp.81 B. (Cf. ONorse haull, OSlav. kyla, both = hernia.)

German (Pape)

[Seite 1431] ἡ, att. κάλη, Geschwulst, bes. Bruch; die besondere Art derselben wird von den Aerzten durch Composita angegeben, ἐντεροκήλη, ἐπιπλοκήλη u. ä., Medic.; vgl. B. A. 47, 21.

Greek (Liddell-Scott)

κήλη: Ἀττ. κάλη ᾱ, ἡ, οἴδημα, ὄγκωμα, ἰδίως «σπάσιμον», «καταίβασμα», Λατ. hernia, Ἱππ. π. Ἀέρ. 284, Ἀνθ. Π. 6. 166., 11. 342, 404. 2) ὕβος ἐπὶ τῶν νώτων τοῦ βουβάλου gibber in dorso (Plin. 8. 70), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 28, 5, ἔνθα νῦν ἐκ πολλῶν Ἀντιγράφ. διωρθώθη εἰς κάλας ἀντὶ χαίτας· πρβλ. Φρύνιχ. ἐν Α. Β. 47, «καλήτης καὶ κάλη Ἀττικοί…, κηλήτης καὶ κήλη Ἴωνες». (Ἐντεῦθεν, βουβωνοκήλη, βρογχοκήλη, ὑδροκήλη).