περιπόνηρος
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
English (LSJ)
ον,
A very rascally, as a pun on περιφόρητος, Ἀρτέμων Ar.Ach.850.
German (Pape)
[Seite 589] sehr schlecht, Ar. Ach. 850.
Greek (Liddell-Scott)
περιπόνηρος: -ον, λίαν πονηρός, ὡς λογοπαίγνιον ἐπὶ τῆς λέξ. περιφόρητος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 850. ― Ἐπίρρ. -ρως, Εὐστ. Πονημάτ. 161. 18.