εἰσηγέομαι

From LSJ
Revision as of 09:37, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_6)

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσηγέομαι Medium diacritics: εἰσηγέομαι Low diacritics: εισηγέομαι Capitals: ΕΙΣΗΓΕΟΜΑΙ
Transliteration A: eisēgéomai Transliteration B: eisēgeomai Transliteration C: eisigeomai Beta Code: ei)shge/omai

English (LSJ)

Dor. εἰσᾱγ-, fut. -ήσομαι,

   A lead in, εἰσηγοῦ σὺ λαβὼν ἡμᾶς Ar.Av.647 ; bring in, introduce, ἀοιδάς Simon.174 (dub.); ofreligious rites, Hdt.2.49; δημαγωγίαν Plb.2.21.8; ἔθος D.H.11.50.    2 introduce, propose, τὴν πεῖραν Th.3.20; γῆς ἀναδασμούς Pl.Lg.684e ; νόμον Diph.38, cf. D.18.148, etc. ; δόγμα Ph.1.140,al.; εἰ. περί τινος make a proposal on a subject, Isoc.4.170 : c. inf., propose, εἰ. τὴν αὐλητρίδα χαίρειν ἐᾶν to let her go, Pl.Smp.176e, cf. Cri.48a, cf. D.H. 6.51, Plu.Publ.16; τοῦτο τὸ μάθημα, ὅτι καλὸν εἴη Pl.La.179e ; εἰ. ὅπως.. Plu.Them.20; εἰσηγουμένου τινός at his proposal, on his motion, Th.4.76, cf. IG5(1).1451.6 (Messene, ii A.D.), etc.    3 εἰσηγεῖσθαί τινι represent to a person, ἐσηγεῖται.. τοῖς ἐν τέλει οὖσιν ὡς οὐ χρεών.. Th.7.73: hence, advise, instruct, τοιαῦτα μέντοὐγὼ φρονεῖν τούτοισιν εἰσηγησάμην Ar.Ra.972 ; τοῖς νεωτέροις Isoc.1.4 ; εἰ. τοῖς πολεμίοις ἃ χρὴ καταλαβεῖν τῶν χωρίων Lys.14.35.    4 relate, narrate, explain, τινί τι Pl.Smp.189d; λόγον τινί Id.Ti.20d.

German (Pape)

[Seite 743] hinein-, einführen; τὴν θυσίην Her. 2, 49; ἔθος D. Hal. 11, 50; πολιτείαν Pol. 2, 21, 8; π ολυτελῆ βίον D. Sic. 1, 45. Bes. = anrathen, vorschlagen, anempfehlen; τὴν πεῖραν Thuc. 3, 20; γῆς ἀναδασμούς Plat. Legg. III, 684 e (παραινῶ B. A. 142); καὶ συμβουλεύειν περί τινος Isocr. 4, 170; τοῖς πολεμίοις ἃ χρὴ καταλαβεῖν Lys. 14, 35; πόρον χρημάτων Xen. Hell. 1, 6, 8; εἰσηγοῦμαι, τὴν αὐλητρίδα χαίρειν ἐᾶν, Plat. Conv. 176 e, wie Crit. 48 a; λυθῆναι τὸν νόμον Plut. Pericl. 37; ὡς οὐ χρεὼν ἀποχωρῆσαι Thuc. 7, 73; ὅπως ἀπείργωνται τῆς Ἀμφικτυονίας Plut. Them. 20; νόμον Diphil. Ath. IV, 165 f; – vortragen, darstellen, τί, Plat. Conv. 189 d; λόγον Tim. 10 d; τινί, eine Anleitung geben, ihn unterrichten, Isocr. 1, 4.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσηγέομαι: Δωρ. -εἰσᾱγ-: μέλλ. -ήσομαι: Ἀποθ., εἰσάγω, ἀοιδὰς Σιμωνίδ. 127· τὴν θυσίῃν Ἡρόδ. 2. 49. 2) εἰσάγω, συμβουλεύω, δίδω γνώμην, προτείνω, ἐσηγησαμένου τὴν πεῖραν αὐτοῖς, προτείναντος αὐτοῖς τὴν ἀπόπειραν, Θουκ. 3. 20· γῆς ἀναδασμὸν Πλάτ. Νόμ. 684D· νόμον Δίφιλ. ἐν τοῖς «Ἐναγίνζουσι» 1: - ὡσαύτως, εἰσηγ. περί τινος, ποιεῖσθαι πρότασιν περί τινος, Ἰσοκρ. 76C· μετ’ ἀπαρ., προτείνω νά, εἰσ. τὴν αὐλητρίδα χαίρειν ἐᾶν, νὰ τὴν ἀφήσωμεν νὰ ἀπέλθῃ, Πλάτ. Συμπ. 176Ε, πρβλ. Κρίτωνα 48Α· τοῦτο τὸ μάθημα, ὅτι καλὸν εἴη ὁ αὐτ. Λάχ. 179D· είσ. ὅπως... Πλούτ. Θεμ. 20: - συχνὸν ἐν τύποις οἷος ὁ ἀκόλουθος, εἰσηγουμένου τινός, κατὰ πρότασίν τινος, Θουκ. 4. 76, Συλλ. Ἐπιγρ. 1318, κ. ἀλλ. 3) εἰσηγοῦμαί τινι, παριστῶ εἴς τινα ὅτι... ἐσηγεῖται... τοῖς ἐν τέλει οὖσιν, ὡς οὐ χρεών.: Θουκ. 7. 73· ἐντεῦθεν, συμβουλεύω, διδάσκω, ὅσοι δὲ τοῖς νεωτέροις εἰσηγοῦνται Ἰσοκρ. 2D· εἰσ. τοῖς πολεμίοις ἃ χρὴ ποιεῖν Λυσ. 143. 5. 4) διηγοῦμαι, ἀφηγοῦμαι, ἐκθέτω, ἐξηγοῦμαι, τινί τι Πλάτ. Συμπ. 189D· λόγον τινὶ ὁ αὐτ. Τίμ. 20D.