πεδίον

From LSJ
Revision as of 09:38, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_21)

μέτρον γὰρ τοῦ βίου τὸ καλόν, οὐ τὸ τοῦ χρόνου μῆκος → for life's measure is its beauty not its length (Plutarch, Consolatio ad Apollonium 111.D.4)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεδίον Medium diacritics: πεδίον Low diacritics: πεδίον Capitals: ΠΕΔΙΟΝ
Transliteration A: pedíon Transliteration B: pedion Transliteration C: pedion Beta Code: pedi/on

English (LSJ)

τό, (πέδον)

   A plain, in Hom. mostly sg., Il.5.222, al. : in pl., 12.283, Hes.Op.388, etc. ; ἐν πεδίῳ on a fertile plain, opp. ἐν πέτραις, Men.719.    b metaph., of the sea, δελφινοφόρον πεδίον πόντου A.Fr. 150 ; πόντου π. Αἰγαῖον Ion Trag.60 ; π. πλόϊμα Tim.Pers.89.    2 freq. with gen. or adj. of particular plains (mostly in sg.), πεδίον Αἰσώπου A.Ag.297 ; τὸ Τροίας π. S.Ph.1435 (but τὰ Τ. π. 1376) ; τὸ Θήβης π. Id.OC1312 ; Καϋστρίων π. Ar.Ach.68 ; τὸ Κιρραῖον π. Aeschin.3.107 ; τὰ Θετταλικὰ π. Pl.Plt.264c ; τὸ Ἄρειον π., = Lat. Campus Martius, D.H.7.59.    b esp. the plain of Attica, IG12.842C7, Hdt. 1.59, Th. 2.55, Is.5.22.    3 ἱππέας εἰς π. προκαλεῖσθαι, prov. of challenging persons to do that in which they excel, Pl.Tht.183d, cf. Men. 268.    II part of the foot next the toes, metatarsus, Gal.UP3.5, al., Poll.2.197.    III pudenda muliebria, Ar.Lys.88.

German (Pape)

[Seite 541] τό (πέδον), Ebene, Fläche; Hom. oft, von der Ebene um Troja, auf welcher gekämpft wird, u. von anderen Ebenen; ποταμος πεδίονδε κάτεισιν, Il. 11, 492; λωτεῦντα, 12, 283; auch von Saat- u. Ackerfeld, Hes. auch plur., O. 390; Pind. oft, κελαινεφέων πεδίων δεσπ όταν, P. 4, 52, von Kyrene; Tragg. oft, auch zur Umschreibung dienend, τὸ Θήβης πεδίον ἀμφεστᾶσι πᾶν, Soph. O. C. 1314, d. i. Theben, wie τὰ Τροίας πεδία πορθῆσαι Phil. 908; Ar., der es Lys. 88 für die weibliche Scham braucht. In Prosa überall, ἐκ τῶν ὑψηλῶν εἰς τὰ πεδίμ καταβαίνειν, Plat. Legg. III, 678 c. – Die Knochen hinter den Fußzehen, Poll. 2, 197.

Greek (Liddell-Scott)

πεδίον: τό, (πέδον) πεδιάς, καὶ περιληπτικῶς πεδινὴ χώρα, ἀνοικτή, ἐπί τε καλλιεργημένου τόπου καὶ ἐπὶ πεδίου μάχης, Ὅμ., Ἡσ. κλ.· Παρ’Ὁμ. σχεδὸν ἀείποτε καθ’ ἑνικ.· ἀλλὰ πληθ. εν. Ἰλ. Μ. 283, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 386, καθὼς συνἠθως παρὰ τοῖς Ἀττ. παρὰ Τραγ. ὡσαύτως ἐπὶ τῆς θαλάσσης, δελφινοφόρον πόντου πεδίον Αἰσχύλ. Ἁποσπ. 150· πόντου π. Αἰγαῖον Ἴων παρὰ τῷ Σχολιαστ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 209· πρβλ. περίρρυτος 2. 2) παρ’ Ἀττικοῖς τὸ ἑνικὸν εἶναι ἐν χρήσει ἐπί τινος ἰδιαιτέρας πεδιάδος (πρβλ. πέδον 2), πεδίον Ἀσωποῦ Αἰσχύλ. Ἀγ. 297· τὸ Τροίας π. Σοφ. Φιλ. 1435, (ἀλλά, τὰ Τροίας π., αὐτόθι 1376)· τὸ Θήβης π. ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1321· Καΰστριον π. Ἀριστοφ. Ἀχ. 68· τὸ Κιρραῖον π., ἐν Δελφοῖς, Αἰσχίν. 68, 36· τὰ Θετταλικὰ π. Πλάτ. Πολιτ. 264C· τὸ Ἄρειον π., τὸ Campus Martius, Διον. Ἁλ. 7. 57· - ἰδίως ἡ πεδιὰς τῆς Ἀττικῆς (ἴδε πεδιακός), Ἡρόδ. 1. 59, Θουκ. 2, 55, Ἰσαῖ. 53. 5· ἐν πεδίῳ, ἐπὶ εὐφόρου πεδιάδος, ἀντίθετον τῷ ἐν πέτραις, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 95. 3) ἱππέας εἰς πεδίον προκαλεῖσθαι «ἐπὶ τῶν τοὺς ἔν τισι βελτίους καὶ ἐπιστημονικωτέρους αὐτῶν εἰς ἔριν προκαλουμένων» (Σχολ.), Πλάτ. Θεαίτ. 183D, πρβλ. Μένανδρ. ἐν «Καταψευδομένῳ» 1. ΙΙ. τὸ μέρος τοῦ ποδὸς τὸ ἀμέσως πρὸ τῶν δακτύλων, «μέρη δὲ ποδὸς τὸ μὲν ἄνω πρὸ τῶν δακτύλων πεδίονὄρος ἢ πολυόστεον, ἐξ’ ὀστῶν καὶ νεύρων συγκείμενον» Πολυδ. Β΄, 197, Γαλην. ΙΙΙ. τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον, Ἀριστοφ. Λυσ. 88. - Πρβλ. πέδον.