μελάμπυρον
From LSJ
οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
English (LSJ)
τό,
A ball-mustard, Neslia paniculata, Thphr.HP8.4.6, Gal.6.552 (also μελάμ-πῡρος, ὁ, Thphr.HP8.8.3). II = μύαγρον, Dsc.4.116.
German (Pape)
[Seite 118] τό, schwarzer Weizen, ein Unkraut im Weizen, Theophr., Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
μελάμπῡρον: τό, melampyrum, ζιζάνιόν τι φυόμενον μεταξὺ τοῦ σίτου, «μαυροσίταρον», Γαλλιστὶ blé de vache, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 4, 6˙ - πῡρος, ὁ, αὐτόθι 8. 8, 3.