ἐκτροπή
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
English (LSJ)
ἡ, (ἐκτρέπω)
A turning off or aside, ἐ. ὕδατος diversion of water from its channel, Th.5.65; διὰ τὰς ἐ. τὰς ἐπὶ τὴν χώραν on account of [the river] being turned off over the country, Plb.9.43.5. II (from Med.) turning aside, escape, μόχθων from labours, A.Pr.913; ἐ. (sc. λόγον) a digression, Pl.Plt.267a, Aeschin.3.206 (pl.), D.Chr.7.128 (pl.); ἐπὶ τὴν ἐ. ἐπάνιμεν the point from which we digressed, Plb.4.21.12; ἡ ἐπὶ ταύτας τὰς αἰτίας ἐ. Arist.Metaph. 1089a1. 2 fork, branch in a road, Ar.Ra.113, E.Ba.881, X. HG7.1.29, Aen.Tact.15.6 (pl.); bypath, σκολιαὶ ἐ. D.S.3.15,26, cf. Varro Sat.Men.Fr.418B. b branch of a canal, PPetr.2p.40 (iii B.C.). 3 ἐ. ὀνόματος a collateral from, Ath.11.490e. 4 ἐκτροπαὶ ποταμῶν overflowings, Lyd.Ost.55. 5 metaph., change of life, Philostr.VA6.36. 6 Astrol. t.t., moment of birth, Vett.Val. 51.37,al., Ptol.Tetr.108. b = ὡροσκόπος, Paul.Al.R.1. 7 Medic., eversion of the eyelid, Antyll. ap. Aët.7.74, Id. ap. Orib.10.23.24.
German (Pape)
[Seite 783] ἡ, 1) die Abwendung, Ablenkung; ὕδατος Thuc. 5, 65; Pol. 9, 43, 5; übertr., μόχθων Aesch. Prom. 913. – 2) die Abweichung bes. λόγου, d. i. Abschweifung vom Gegenstande der Rede, Aesch. 3, 206, wie Plat. Polit. 267 a; αὖθις ἐπὶ τὴν ἐκτροπὴν ἐπάνιμεν, wir kehren zu dem Punkte, von dem wir abgeschweift sind, zurück, Pol. 4, 21, 12. – Der Ort, wohin man, um auszuruhen, vom Wege abbiegt, deverticulum, Ar. Ran. 113 Xen. Hell. 7, 1, 29; der Neben-, Ausweg, D. Sic. 3, 14. Bei den Gramm. = Nebenform, Ath. XI, 490 e.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτροπή: ἡ, (ἐκτρέπω) ἡ εἰς τὸ πλάγιον τροπή, τὴν τοῦ ὕδατος ἐκτροπήν, τὴν τροπὴν αὐτοῦ εἰς τὸ πλάγιον ἔξω τῆς κοίτης αὐτοῦ, Θουκ. 5. 65˙ διὰ τὰς ἐκτροπὰς τὰς ἐπὶ τὴν χώραν, διὰ τὰς διαφόρους διεξόδους τοῦ ὕδατος τοῦ ποταμοῦ ἐπὶ τὴν χώραν, Πολύβ. 9. 43. 5. ΙΙ. (ἐκ τοῦ μέσ.) τὸ τρέπεσθαι κατὰ μέρος, ἀποφυγή, μόχθων Αἰσχύλ. Πρ. 913· ἐκτρ. λόγου, παρέκβασις, Πλάτ. Πολιτικ. 267Α, πρβλ. Αἰσχίν. 83. 26˙ ἡ ἐπὶ ταύτας τὰς αἰτίας ἐκτρ. Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 13. 2, 5. 2) ἐκτρ. ὁδοῦ, ὅπου τις ἐκτραπῆναι δύναται ἐκ τῆς ὁδοῦ, τόπος ἀναπαύσεως, καταφύγιον, Λατ. deverticulum, Ἀριστοφ. Βάτρ. 113, πρβλ. Εὐρ. Ρῆσ. 881, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 29. 3) τόπος ἔνθα ἐκτρέπεταί τις, ἔνθα ποιεῖταί τις παρέκβασιν, Πολύβ. 4. 21, 12˙ πάροδος, μονοπάτι, «παράμερος» δρόμος, Δίοδ. 3. 14: - Μεταφ., τοῦ ὀνόματος ἐκτροπή, παραλλαγή, ἀντικατάστασις δι’ ἑτέρας ἰσοδυνάμου λέξεως, Ἀθήν. 490Ε.