τίκτει τοι κόρος ὕβριν, ὅταν κακῷ ὄλβος ἕπηται ἀνθρώπῳ καὶ ὅτῳ μὴ νόος ἄρτιος ᾖ → satiety engenders hybris when great prosperity attends on a base man or one whose mind is not set up right
Full diacritics: οἰδηματώδης | Medium diacritics: οἰδηματώδης | Low diacritics: οιδηματώδης | Capitals: ΟΙΔΗΜΑΤΩΔΗΣ |
Transliteration A: oidēmatṓdēs | Transliteration B: oidēmatōdēs | Transliteration C: oidimatodis | Beta Code: oi)dhmatw/dhs |
ες,
A swollen, Gal.6.752, Alex.Trall.Febr. 2.
[Seite 297] ες, geschwulstartig, ὄγκος u. ä., Sp.
οἰδημᾰτώδης: -ες, (εἶδος), ὁ ἔχων «πρήξιμον», Γαλην. τ. 6, σ. 752 ἐν τέλει, ἔκδ. Κühm· οἰδηματώδης ὄγκος Ἐρωτιαν. σ. 172 ἐν λ. ἥπατος ζύμωσις.