περιτροπέω

From LSJ
Revision as of 10:00, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_23)

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιτροπέω Medium diacritics: περιτροπέω Low diacritics: περιτροπέω Capitals: ΠΕΡΙΤΡΟΠΕΩ
Transliteration A: peritropéō Transliteration B: peritropeō Transliteration C: peritropeo Beta Code: peritrope/w

English (LSJ)

Ion. and Ep. form of περιτρέπω :    I intr., περιτροπέων ἐνιαυτός a revolving year, Il.2.295.    II trans., turn from all sides to a centre, round up, drive in, πολλὰ [μῆλα] περιτροπέοντες ἐλαύνομεν Od. 9.465 ; περιτροπέων φῦλ' ἀνθρώπων shepherding them about, h.Merc. 542. -ή, ἡ, turning round, revolution, ἐτέων περιτροπάς Semon.1.8, cf. Pl.Tht.209e ; ὅταν περιτροπαὶ ἑκάστοις . . περιφορὰς συνάπτωσι Id.R.546a ; π. ἔτους Wilcken Chr.27.32 (ii A. D.) : prov., ὑπέρου π., v. ὕπερος 1.    2 turning about, changing, ἐν περιτροπῇ by turns, one after another, Hdt.2.168,3.69 ; ἐκ περιτροπῆς D.H.5.2, Aristid.Or.43(1).24, BGU149.9(ii/iii A. D.), D.C.53.1 ; ἐκ τῆς π. Id.54.19.    3 overturning, ὠθισμοὶ καὶ π. ἀλλήλων Plu.2.639f.    b Rhet., ἡ π. τοῦ λόγου turning an opponent's arguments against himself, S.E.P.2.128, al., cf. Dam.Pr.13.

German (Pape)

[Seite 597] ep. Nebenform von περιτρέπω, intrans., sich im Kreise drehen, ἡμῖν δ' εἴνατός ἐστι περιτροπέων ἐνιαυτὸς ἐνθάδε μιμνόντεσσι, Il. 2, 295, = περιπλόμενος, das neunte Jahr im Kreislaufe der Zeit umrollend; μῆλα πολλὰ περιτροπέοντες ἐλαύνομεν, Od. 9, 465, uns vielfach nach allen Seiten wendend, viele Umwege machend, trieben wir die Schaafe fort; u. so c. accus., περιτροπέων φῦλ' ἀνθρώπων, sich nach allen Seiten hinwendend zu den Geschlechtern der Menschen, H. h. Merc. 542, u. einzeln bei sp. D., vgl. Lob. zu Phryn. 590.

Greek (Liddell-Scott)

περιτροπέω: Ἰων. καὶ Ἐπικ. τύπος παράλληλος τῷ περιτρέπω· Ι. ἀμεταβ., περιτροπέων ἐνιαυτός, περοδικῶς ἐπανερχόμενος, Ἰλ. Β. 295. ΙΙ. μεταβ., τρέπω τι ἐκ τῶν πέριξ πρός τι κέντρον, περισυνάγω, πολλὰ [μῆλα] περιτροπέοντες ἐλαύνομεν Ὀδ. Ι. 465· περιτροπέων φῦλ’ ἀνθρώπων, ἐλαύνων τῇδε κἀκεῖσε, περιπλέκων αὐτούς, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 542· πρβλ. περιτροπάδην.