κόρση
Ἔστιν Δίκης ὀφθαλμός, ὃς τὰ πάνθ' ὁρᾷ → Die Dike hat ein Auge, das nichts übersieht → Das Recht besitzt ein Auge, welches alles sieht
English (LSJ)
ἡ, Att. κόρρη, Dor. κόρρα Theoc.14.34, Aeol. κόρσα Alc. 34.5:—
A temple, side of the forehead (in this sense not in pl., for wh. κρόταφοι is used, but cf. Ruf.Onom.13, Poll.2.40), ξίφει ἤλασε κόρσην Il.5.584, cf. 13.576; τόν ῥ' Ὀδυσεὺς . . βάλε κόρσην· ἡ δ' ἑτέροιο διὰ κροτάφοιο πέρησεν αἰχμή 4.502, cf. Call.Dian.78. 2 in Att., πατάξαι ἐπὶ κόρρης smack on the jaw, Pherecr. 155b (CAF iii p.716), D.21.147; ὅταν κονδύλοις, ὅταν ἐπὶ κόρρης [τύπτῃ], i.e. with the fist, or with the open hand, ib.72; ἐπὶ κόρρης τύπτειν Pl.Grg.486c, 508d, 527a; ῥαπίζειν ἐπὶ κ. Hyp.Fr.97 (ἐρραπίσθη τὴν γνάθον ibid.); πὺξ ἐπὶ κόρρας ἤλασα Theoc.l.c.; later κατὰ κόρρης πατάσσειν Luc.DMort.20.2, Gall.30, cf. EM529.39. 3 in pl., hair, λευκὰς δὲ κ. τῇδ' ἐπαντέλλειν νόσῳ A.Ch.282, cf. Poll.2.32 (perh. the white down in psoriasis): in sg., ναὶ μὰ τήνδε τὴν τεφρὴν κόρσην Herod.7.71 (unless in signf. 1.4). 4 head, κ. ἀναύχενες Emp.57.1, cf. Nic. Th.905, Opp.C.3.25; Att. for the whole head and neck, Ael.Dion.Fr.235; Ion. for head, Eratosth. ap. Did.in Miller Mél.400. II part of a temple gate, Vitr. 4.6.3. III in pl., = κρόσσαι, Hsch.; also, = κλίμακες, Id. (Perh. cogn. with κάρα.)
German (Pape)
[Seite 1487] ἡ, att. κόῤῥη, dor. κόῤῥα, die Seite des Kopfes, die Schläfe; βάλε δουρὶ κόρσην· ἡ δ' ἑτέροιο διὰ κροτάφοιο πέρησεν αἰχμή Il. 4, 502, vgl. 5, 584. 13, 576, immer in der Form κόρση; – ἐπὶ κόῤῥης τύπτειν, einen Backenstreich, eine Ohrfeige geben, Plat. Gorg. 486 c; auch ἐπάταξεν ἐπὶ κόῤῥης, Dem. 21, 147, wie Luc. Gall. 30 u. a. Sp. – Der ganze Kopf, Nic. Ther. 905; πάσσονα μὲν φορέουσι δέρην, μεγάλην δέ τε κόρσην Opp. Cyn. 3, 25. – Bei Aesch. Ch. 280, λευκὰς δὲ κόρσας τῇδ' ἐπαντέλλειν νόσῳ, steht »weiße Schläfen« für »weißes Haar«, worauf sich Poll. 2, 32 u. E. M 530, 52 beziehen mit der Erkl. τρίχες, indem sie es deshalb von κείρειν ableiten. Vgl. aber κρόταφος.
Greek (Liddell-Scott)
κόρση: ἡ, νεώτ. Ἀττ. κόρρη, Δωρ. κόρρα· (ἐκτεταμ ἐκ τῆς √ΚΑΡ κάρα)· ― τὸ παρὰ τὸ μέτωπον πλαγίως κείμενον μέρος, ξίφει ἤλασε κόρσην Ἰλ. Ε. 584, πρβλ. Ν. 576· ἰσοδύναμον τῷ κρόταφος, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ Δ. 502, τόν ῥ’ Ὀδυσεὺς… βάλε κόρσην· ἡ δ’ ἑτέροιο διὰ κροτάφοιο πέρησεν αἰχμή· καὶ ὅταν εἶναι ανάγκη πληθ. ὡς ἐν τῇ Λατ. tempora, τίθεται ὁ πληθ. κρόταφοι· ― οὕτω παρ’ Ἀττ., ἐπὶ κόρρης πατάσσειν, τύπτειν κατὰ κροτάφου, Δημ. 562. 9· ὅταν κονδύλοις, ὅταν ἐπὶ κόρρης τύπτῃ, δηλ. διὰ τῆς πυγμῆς ἢ διὰ τῆς παλάμης, ὁ αὐτ. 537 ἐν τέλ.· ἐπὶ κόρρης τύπτειν Πλάτ. Γοργ. 486C, 508D, 527A· πὺξ ἐπὶ κόρρας ἤλασα Θεόκρ. 14. 34· μεταγεν., κατὰ κόρρης πατάσσειν Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 20. 2, Ὄνειρος ἢ Ἀλεκ. 30, πρβλ. Ἐτυμολ. Μέγ. 529. 39. 2) αἱ παρὰ τοὺς κροτάφους τρίχες, τὰ πλάγια τῆς κόμης, ἅπερ πρῶτα συνήθως λευκαίνονται (πρβλ. πολιός), ἐν τῷ πληθ. Αἰσχύλ. Χο. 282, πρβλ. Ἐτυμολ. Μέγ. 530 ἐν τέλ., Πολυδ. Β΄, 32. 3) ἡ κεφαλή, Ἐμπεδ. 307, Νικ. Θηρ. 905, Ὀππ. Κυν. 3. 25. ΙΙ. μέρος τῆς πύλης ναοῦ, Βιτρούβ. 4. 6. ΙΙΙ. παρ’ Ἡσύχ. ἀντὶ κρόσσαι, δηλ. στεφάναι πύργων.