ἰθαγενής
English (LSJ)
[ῐ], ές, or ἰθαιγ-, Od.14.203 (v.l.), Hdt.2.17 (v.l.), A. Pers.306(v.l.), Alex.Aet. (v. infr.):—
A born in lawful wedlock, ἀλλά με ἶσον ἰθαγενέεσσιν (so most codd. and A.D.Adv.187.24: v.l. ἰθαιγ-) ἐτίμα honoured me like his true-born sons, of a νόθος, Od. l.c., cf. A.R.Fr.12.2 (ἰθαγ- cod.), Alex.Aet.3.2 (ἰθαιγ- cod.). 2 of a nation, from the ancient stock, aboriginal, opp. ἔπηλυς, ἰ. Αἰγύπτιοι Hdt.6.53, cf. A.Pers.306; οὐχ ὑπ' ἰθαγενῶν ἤρχοντο Str.7.7.8, cf. Agath.2.15,25. 3 ἰ. κύημα, opp. an abortion, Hp.Mul.1.71; of some mouths of the Nile, natural, original, opp. ὀρυκτά, Hdt.2.17; ἰ. νότος, ζέφυρος, genuine, Arist.Mete.364a16,18. (Glossed αὐτόχθων by Hsch., αὐθιγενής by Erot.; originalis, indigena, by Gloss.; perh. ἰθᾰ-γενής [ᾱ metri gr.], cf. Skt. ihá, Avest. ιδα (fr. *idhá) 'here'; cf. pr. n. Ἰθαγένης Plu.Per.26, Ps.-Hdt.Vit.Hom.1, but Ἰθαιγένης IG 12(9).192 (iv B.C.).)
German (Pape)
[Seite 1245] ές, p. ἰθαιγενής, ές, – 1) gerad-, ebeubürtig, d. i. in rechtmäßiger Ehe erzeugt, Od. 14, 201 ἐμὲ δ' ὠνητὴ τέκε μήτηρ παλλακίς· ἀλλά με ἶσον ἰθαιγενέεσσιν ἐτίμα, dem vorangehenden γνήσιος entsprechend; γνήσιος ἐξ ἰθαιγενέων πατέρων Alex. Aetol. 5, 2; – νότος, ζέφυρος, Arist. Meteorl. 2, 6, die gerade aus Süd, West wehen. – 21 = αὐτόχθων, Aesch. Pers. 298 Her. 6, 53 u. Sp.; auch = von selbst entstanden, von Natur, οὐκ ἰθαγενέα στόματα τοῦ Νείλου, ἀλλ' ὀρυκτά Her. 2, 17; einheimisch, Strab. VII, 326. Ueber die Schreibung vgl. Lob. zu Phryn. p. 648.
Greek (Liddell-Scott)
ἰθᾱγενής: ὲς (ῑθ), Ἐπικ. ἰθαιγ-, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 648· (ἰθύς, γένος): - γεγεννημένος ἐκ νομίμου γάμου, νόμιμος, ἀλλά με ἶσον ἰθαιγενέεσσιν ἐτίμα ἔνθα τό ι εἶναι βραχὺ χάριν τοῦ μέτρου, μὲ ἐτίμα ὡς τούς γνησίους υἱούς του, λεγόμενον παρὰ νόθου, Ὀδ. Ξ. 203, πρβλ. Ἀλέξ. Αἰτωλ. παρὰ Παρθεν. 21. 2., 14. 3· οὕτως, ἐπί ἔθνους, ἐκ τοῦ ἀρχαίου γένους, γνήσιος, ὡς τὸ αὐτόχθων, ἀντίθετον τῷ ἔπηλυς, ἰθ. Αἰγύπτιοι Ἡρόδ. 6. 53, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 306· οὕτως, ἰθ. κύημα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἔκτρωμα, Ἱππ. 618, 654. 11· ἐπί τινων ἐκ τῶν στομάτων τοῦ Νείλου, φυσικός, ἀφ’ ἑαυτοῦ ὑπάρχων, ἀντίθετον τῷ ὀρυκτός, οὐκ ἰθαγενέα στόματα Νείλου, ἀλλ’ ὀρυκτὰ Ἡρόδ. 2. 17· ἰθ. νότος, ζέφυρος, γνήσιος, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 12· ἰθ. χρυσίον Κλήμ. Ἀλ. 342.