ἐντέμνω

From LSJ
Revision as of 10:22, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_12)

ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐντέμνω Medium diacritics: ἐντέμνω Low diacritics: εντέμνω Capitals: ΕΝΤΕΜΝΩ
Transliteration A: entémnō Transliteration B: entemnō Transliteration C: entemno Beta Code: e)nte/mnw

English (LSJ)

Ion. ἐντάμνω,

   A cut in, engrave upon, ἐν τοῖσι λίθοισι γράμματα Hdt.8.22; of a map, χάλκεον πίνακα, ἐν τῷ γῆς . . περίοδος ἐνετέτμητο Id.5.49: cut or scoop a hollow in a thing, in Pass., ἐντετμέαται Hp Art.72; ἐντετμημένου τοῦ σπληνίου Orib.46.25.4.    II cut up a victim, sacrifice, ἥρωϊ to a hero, Th.5.11, cf. Luc.Scyth.1; ἐ. σφάγιά τινι Plu.Sol.9:—Med., εἰ . . ἵππον τόμιον ἐντεμοίμεθα should get it cut up, Ar.Lys.192:—Pass., ἐντέμνεται σφάγια Dion.Byz.14.    2 cut in, shred in, of herbs in a remedy, metaph., A.Ag.16.    3 cut, ναῦς ἐ. κύματα Ph.1.352, cf. Luc. Tim.22 (Pass.), Tox.37, Tox.37, Hist.Conscr.25.

German (Pape)

[Seite 855] (s. τέμνω, 1) einschneiden, hineinschneiden, γράμματα ἐν λίθοις Her. 8, 22; Sp.; τὴν μήρινθον, zerschneiden, Luc. – 2) ein Opferthier schlachten; absol., ἥρωϊ ἐντ. Thuc. 5, 11; Luc. Scyth. 1; σφάγιά τινι, Plut. Sol. 9; med., τόμιον ἐντεμοίμεθα Ar. Lys. 192. – 31 von dem Arzte hergenommen, ἄκος ὕπνου, ein Heilmittel gegen den Schlaf bereiten, Aezeh. Ag. 17.

Greek (Liddell-Scott)

ἐντέμνω: Ἰων. -τάμνω, ἐγκολάπτω, ἐγχαράττω, ἐντάμνων ἐν τοῖσι λίθοισι γράμματα Ἡρόδ. 8. 22· ἐπὶ γεωγραφικοῦ πίνακος, χάλκεον πίνακα, ἐν τῷ γῆς... περίοδος ἐνετέτμητο ὁ αὐτ. 5. 59· ἐγκόπτω, βαθύνω δι’ ἐργαλείου, ἐπὶ ξύλου, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 834. ΙΙ. τέμνω, κόπτω, 1) τέμνω, σφάζω, τὸ θῦμα, θυσιάζω, ἥρωι Θουκ. 5. 11· ἐντ. σφάγιά τινι Πλουτ. Σόλων 2: καὶ ἐν τῷ Μέσ., εἰ... ἵππον τόμιον ἐντεμοίμεθα Ἀριστοφ. Λυσ. 192, πρβλ. ἔντομος, τόμος. 2) ὕπνου τόδ’ ἀντίμολον ἐντέμνων ἄκος, ἀπὸ τῶν ῥιζοτομούντων, δηλ., μεταχειριζόμενοι τοῦτο τὸ ἀντίμολπον ὡς ἀντιφάρμακον κατὰ τοῦ ὕπνου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 16, πρβλ. ἀντιτέμνω, τέμνω, ΙΙ. 3. 3) κόπτω, ἐπειδὰν τὸ σημεῖον ἀφαιρεθῇ καὶ τὸ λίνον ἐντμηθῇ Λουκ. Τίμων 22.