ἀνανέμω

From LSJ
Revision as of 10:23, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_20)

Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn

Menander, Monostichoi, 529
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνανέμω Medium diacritics: ἀνανέμω Low diacritics: ανανέμω Capitals: ΑΝΑΝΕΜΩ
Transliteration A: ananémō Transliteration B: ananemō Transliteration C: ananemo Beta Code: a)nane/mw

English (LSJ)

poet. ἀννέμω,

   A distribute: hence, count up, in Med., ἀνανεμέεται (Ion. fut.) τὰς μητέρας Hdt.1.173.    2 read, con over, Epich.224, Theoc.18.48.

German (Pape)

[Seite 199] p. ἀννέμω (s. νέμω), 1) auf's neue theilen. – 2) im med., aufzählen, herrechnen, Her. 1, 173; her-, vorlesen, Theocr. 18, 47.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνανέμω: ποιητ. ἀννέμω, διανέμω ἐκ νέου, ὡς τὸ ἀναδατέομαι (πρβλ. ἀνανομή). ΙΙ. κατὰ μέσον τύπον, ἀριθμῶ, «λογαριάζω», καταλέξει ἑωυτὸν μητρόθεν καὶ τῆς μητρὸς ἀνανεμέεται τὰς μητέρας (Ἰων. μέλλ.) Ἡρόδ. 1. 173. 2) ἀπαγγέλλω, ἀναγινώσκω, τὸ πλεῖστον, Δωρ., «ἀνανέμειν· ἴσον τῷ ἀναγινώσκειν· οὕτως Ἐπίχαρμος· Ἡρόδοτος δὲ ἀνανέμεσθαι ἐπὶ τοῦ καταλέγειν τέθεικεν» Ζωναρ. 203, Θεόκρ. 18. 48, ἔνθα ἴδε Τούπιον.