φύξιμος
σταγόνες ὕδατος πέτρας κοιλαίνουσιν → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
English (LSJ)
ον, (φεύγω) older and poet. form of φεύξιμος, of places,
A whither one can flee, or where one can take refuge, ὅθι μοι φάτο φύξιμον εἶναι where she said it was possible for me to escape, Od.5.359; φ. τόπος Plb.13.6.9; φύξιμον οὐδέν Id.9.29.4; ἱερὸν φ. an asylum, Plu.Rom.9; φ. λιμήν a harbour of refuge, Id.2.823a: cf. φύξιον. II which one can escape; hence, affording a chance of recovery, νοῦσος Hp.Int.2; avoidable, ἦμαρ Max.358. 2 which one would flee from, i. e. loathsome, ὀδμή Simon.250, Nic.Th.54 (s.v.l.). III c. acc., σ' ἀθανάτων φύξιμος οὐδείς is able to escape thee, S.Ant.788 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1316] ον, ältere, bes. poet. Form statt φεύξιμος, – 1) wohin man fliehen, seine Zuflucht nehmen kann; τὸ φύξιμον, der Zufluchtsort, Od. 5, 359; Pol. 9, 29, 4; ἱερόν Plut. Rom. 9. – 2) dem man entfliehen, entgehen kann, vermeidlich; auch wovor man fliehen möchte, d. i. widrig, abscheulich, Nic. Ther. 54; – φύξιμός τινα, im Stande, Einem zu entfliehen, Soph. Ant. 788.
Greek (Liddell-Scott)
φύξιμος: -ον, (φεύγω) παλαιότερος καὶ ποιητ. τύπος τοῦ φεύξιμος, ἐπὶ τόπων, τόπος εἰς ὃν δύναταί τις νὰ καταφύγῃ, νὰ εὕρῃ καταφύγιον, ὅθι μοι φάτο φύξιμον εἶναι, εἰς τὸν ὁποῖον τόπον μοὶ εἶπεν ὅτι ἠδυνάμην νὰ καταφύγω, Ὀδ. Ε. 359· φύξιμον οὐδὲν Πολύβ. 9. 29, 4· ἱερὸν φ., ἄσυλον, καταφύγιον, Πλουτ. Ρωμ. 9. φ. λιμήν, λιμὴν καταφυγῆς, ὁ αὐτ. 2. 823Α· πρβλ. φυλάξιμος. ΙΙ. ἀπὸ τοῦ ὁποίου δύναταί τις νὰ ἐκφύγῃ, ὃν δύναταί τις νὰ ἐκφύγῃ, νοῦσος μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἱππ.· ἦμαρ Μάξιμ. π. καταρχ. 358. 2) ἀπὸ τὸν ὁποῖον θὰ ἤθελέ τις νὰ φύγῃ, βδελυκτός, ἀηδής, ὀδμὴ Σιμωνίδης 251. ΙΙΙ. μετ’ αἰτ., φύξιμός τινα, ἱκανὸς νὰ ἐκφύγῃ τινά, Σοφ. Ἀντ. 788· πρβλ. συνίστωρ 2.