συνίστωρ

From LSJ
Revision as of 10:29, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_19)

ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνονPlato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνίστωρ Medium diacritics: συνίστωρ Low diacritics: συνίστωρ Capitals: ΣΥΝΙΣΤΩΡ
Transliteration A: synístōr Transliteration B: synistōr Transliteration C: synistor Beta Code: suni/stwr

English (LSJ)

ορος, ὁ, ἡ,

   A knowing along with another, ὡς θεοὶ ξυνίστορες as the gods are witnesses, S.Ph.1293, cf. Ant.542, E.Supp.1174, Th. 2.74, PCair.Zen.625.2 (iii B.C.).    2 privy to a crime or other secret, c. gen., Plb.30.8.1, AP5.3.1 (Phld.), 5.4.1 (Stat.Flacc.), Vett. Val.11.1, Cat.Cod.Astr.2.175; σώματα συνίστορα τῆς πράξεως Aen. Tact.23.10: c. acc. (with the verbal constr.), πολλὰ συνίστορα . . κακά (sc. τὴν στέγην) A.Ag.1090 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1027] ορος, ὁ, ἡ, mit od. zugleich wissend, Aesch. Ag. 1061; Zeuge, ὡς θεοὶ ξυνίστορες, Soph. Phil. 1277; Ant. 538; Eur. Suppl. 1173; öfter bei sp. D., wie Mel. 71 (V, 8), Philodem. 17 (V, 4); auch in Prosa: θεοί, ξυνίστορες ἔστε, Thuc. 2, 74, καὶ μαρτυρ, Pol. 28, 17, 3.

Greek (Liddell-Scott)

συνίστωρ: -ορος, ὁ, ἡ, ὁ γινώσκων ὁμοῦ μετά τινος, ἔχων γνῶσιν, ὡς θεοὶ ξυνίστορες, ὡς οἱ θεοὶ γινώσκουσιν, εἶναι μάρτυρες, Σοφ. Φιλ. 1293, πρβλ. Ἀντ. 542, Εὐρ. Ἱκέτ. 1174, Θουκ. 2. 74. 2) ὁ ἔχων τὴν συναίσθησιν ἐγκληματικῆς πράξεως, μετὰ γεν., Ἀνθ. Π. 5. 4 καὶ 5, Πολύβ., κλπ.· ἢ μετ’ αἰτ. (ὅτε συντάσσεται ὡς ῥῆμα), πολλὰ συνίστορα... κακὰ (ἐξυπακ. τὴν στέγην) Αἰσχύλ. Ἀγ. 1090, πρβλ. φύξιμος.