στέμμα
English (LSJ)
ατος, τό, (στέφω) mostly in pl. (sg. in Il.1.28, Ar.Pax948),
A wreath, garland, chaplet, esp. of the priest's laurel-wreath, wound round a staff, στέμματ' ἔχων ἐν χερσὶ . . χρυσέῳ ἀνὰ σκήπτρῳ Il.1.14, 373; σκῆπτρον καὶ σ. θεοῖο ib.28, cf. E.Andr.894; sts. worn on the head, σ. ἐπὶ τῶν κεφαλῶν ἐχούσας Pl.R.617c; Φοῖβος ἔλακεν ἐκ τῶν σ. from shrine with chaplcts decked, Ar.Pl.39, cf. E.Ion 1310, Th.4.133; used in sacrificial ceremony, στέμμασι πυκασθείς (of victim) Hdt.7.197, cf. SIG1025.31 (Cos, iv/iii B.C.); σ. πάλας, as a prize, Epigr.Gr. 247 (Mysia); στέμματ' Ὀλυμπιάδων ib.881 (Cyzicus), etc.; ὁ ἐπὶ τῶν στεμμάτων an official connected with the crowns of office of magistrates (cf. στεπτικός, στέφανος), PFay.87i10 (ii A.D.), POxy.2130.7 (iii A.D.), cf. PRyl.77.28 (ii A.D.). 2 Sch.S.OT3 says the στέμματα were wreaths of wool wound round the olive-branch; hence στέμματα ξήνασ' E.Or.12. II in pl., στέμματα pedigrees, family trees, Plu. Num.1; Lat. stemmata quid faciunt? Juv.8.1, cf. Plin.HN35.6. 2 guild, CIG3995b (Iconium);= φυλή, ib.9897 (Smyrna, Jewish); ὑπὲρ φιλοκυνηγῶν τοῦ σ. guild of huntsmen, Supp.Epigr.3.499 (Philippi).
German (Pape)
[Seite 934] τό, der Kranz, die Binde; Il. 1, 14 im plur., στέμματ' ἔχων ἐν χερσὶν ἑκηβόλου 'Απόλλωνος χρυσέῳ ἀνὰ σκήπτρῳ, eine heilige Priesterbinde; von derselben Binde vs. 28 der sing. gebraucht, μή νύ τοι οὐ χραίσμῃ σκῆπτρον καὶ στέμμα θεοῐο, vgl. Schol. Aristonic.; vs. 14 wird 373 wiederholt; sonst erscheint das Wort im Homer nicht; Batrachom. 180 στέμματα der Athene; Her. 1, 132. 7, 197; diese στέμματα wurden sowohl auf dem Stabe, σκῆπτρον, wie Il. a. a. O., als auf dem Haupte getragen, Jac. Philostr. imagg. 339; ἱερὰ στέμματα σέβειν, Eur. Suppl. 36; λύσαντα σεμνὰ στεμμάτων μυστήρια, 470; vgl. Andr. 895, wo es Oelzweige mit Wolle umwickelt sind; zum Opfer gehörig, τὸ κανοῦν πάρεστ' ὀλὰς ἔχον καὶ στέμμα καὶ μάχαιραν, Ar. Pax 913, vgl. Av. 893 und die Stellen des Herodot; τί Φοῖβος ἔλακεν ἐκ τῶν στεμμάτων; Ar. Plut. 39, was nach dem Schol. auf die bekränzte Pythia geht; Thuc. 4, 133; στέμματα ἐπὶ τῶν κεφαλῶν ἔχουσαι, Plat. Rep. X, 617 c; μετὰ στεμμάτων, Pol. 16, 33, 5.
Greek (Liddell-Scott)
στέμμα: τό, (στέφω) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. (ἑνικ. ἐν Ἰλ. Α. 28, Ἀριστοφ. Εἰρ. 498), στέφανος, «στεφάνι», ἰδίως ὁ τοῦ ἱκέτου ἐκ δάφνης στέφανος περιειλημένος περὶ βακτηρίαν, στέμματ’ ἔχων ἐν χερσὶ. χρυσέῳ ἀνὰ σκήπτρῳ Ἰλ. Α. 14, 373· σκῆπτρον καὶ στ. θεοίο αὐτόθι 28, πρβλ. Εὐρ. Ἀνδρ. 894· ἐνίοτε ἐφέρετο ἐπὶ τῆς κεφαλῆς, στέμμασι πυκοσθείς Ἡρόδ. 7. 197· στ. ἐπὶ τῶν κεφαλῶν ἐχούσας Πλάτ. Πολ. 617C· Φοῖβος ἔλακεν ἐκ τῶν στεμμάτων, ἐκ τοῦ ναοῦ τοῦ διὰ στεμμάτων κεκοσμημένου, Ἀριστοφ. Πλ. 39, πρβλ. Εὐρ. Ἴωνα 1310, Θουκ. 4. 133· στ. πάλας, ὡς ἀμοιβή, ὡς βραβεῖον, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 247· στέμματ’ Ὀλυμπιάδων αὐτόθι 881, κτλ.· ὁ ἐπὶ στεμμάτων, πρβλ. στέφανος ΙΙ. 2. 2) ὁ Σχολ. εἰς Σοφ. Ο. Τ. 3 λέγει ὅτι τὰ στέμματα ἦσαν ἐξ ἐρίων περιειλημένα περὶ κλάδον ἐλαίας· ὅθεν στέμματα ξαίνειν, Εὐρ. Ὀρ. 12. ΙΙ. παρὰ Πλουτ. ἐν Νομ. 1, στέμματα = Λατ. stemmata (Ἰουβεν. 8. 1, Πλίν. Ν. Η. 35. 2), γενεαλογίαι. 2) οὕτω, στέμμα = σύλλογος, συντεχνία, σύνδεσμος, Συλλ. Ἐπιγρ. 3995b· = φυλή, αὐτόθι 9897.