ἀστόχαστος

From LSJ
Revision as of 10:36, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_17)

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστόχαστος Medium diacritics: ἀστόχαστος Low diacritics: αστόχαστος Capitals: ΑΣΤΟΧΑΣΤΟΣ
Transliteration A: astóchastos Transliteration B: astochastos Transliteration C: astochastos Beta Code: a)sto/xastos

English (LSJ)

ον,

   A not aimed, D.H.14.10; not aimed at, not considered, πλήθους καὶ ποιότητος ἀστοχάστων Phld.D.3Fr.89.    2 hard to guess at, Thphr. ap. Stob.4.11.16.    3 Act., missing the mark, Phld.Rh.1.191S.

German (Pape)

[Seite 376] nicht gezielt, Dion. Hal. Epit. 14, 17.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστόχαστος: -ον, μὴ σκοπευόμενος, ἀσκόπευτος, ἢ κατ’ ἄλλους, ἀπρόοπτος, ἀπροσδόκητος, τότε δ’ ἐκ τῶν πλαγίων ἀστοχάστους πληγὰς ἐπέφερον Διον. Ἁλ. Ἐπιστ. 14. 17. 2) περὶ οὖ χαλεπὸν εἶναι νὰ εἰκάσῃ τις, ἐπὶ τῆς ἡλικίας τῶν νέων, ἀστόχαστος γὰρ ἡ ἡλικία καὶ πολλὰς ἔχουσα μεταβολὰς Θεόφραστ. παρὰ Στοβ. 358. 18· προσέτι = ἄστοχος Φιλόδημ. περὶ Ρητορ. σ. 20. 21.