ἀνοπαῖα
ἐν γὰρ χερσὶ τέλος πολέμου, ἐπέων δ' ἐνὶ βουλῇ → War finds its end in arms, words find their end in debate (Iliad 16.630)
English (LSJ)
only in Od.1.320 ὄρνις δ' ὣς ἀνοπαῖα διέπτατο, where it is variously written and explained: 1 acc. to Hdn.Gr.2.133, it is an Adv. (compd. of ἀνά, Οπτομαι), she flew away unseen, unnoticed; or, acc. to Eust., = ἄνω, ἀνωφερές, up into the air, cf. καρπαλίμως ἀνόπαιον Emp.51, and Ἀνόπαια, the name of the pass above Thermopylae (Hdt.7.216). 2 acc. to Aristarch., ἀνόπαια or πανόπαια, a kind of eagle, cf. Hebr. ᾰνᾱπηᾱ 'heron'. 3 acc. to Gramm. in An.Ox.1.83, ἀν' ὀπαῖα ( ἀνὰ ὀπήν) up by the hoie in the roof, up the smoke-vent.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνοπαῖα: μόνον ἐν Ὀδ. Α. 320· ὄρνις δ’ ὥς ἀνοπαῖα διέπτατο, ἔνθα διαφόρως γράφεται καὶ ἑρμηνεύεται. 1) κατὰ τὸν Ἡρωδιαν. παρ’ Εὐστ. εἶναι ἐπίρρ. (σύνθετον ἐκ τῆς ἀνὰ καὶ *ὄπτομαι) ἀπέπτη ἀπαρατήρητος, ἀόρατος· ἢ κατὰ τὸν Εὐστ., ἄνω, ἀνωφερές, ἐπάνω εἰς τὸν ἀέρα, πρὸς τὸν οὐρανόν, ἐν ᾗ σημασίᾳ ὁ Ἐμπεδ. μετεχειρίσθη τὴν λέξιν, καρπαλίως ἀνόπαιον· πρβλ. Ἀνόπαια, ὄνομα τῆς διόδου τῆς ὑπεράνω τῶν Θερμοπυλῶν (Ἡρόδ. 7. 216). 2) κατὰ τὸν Ἀρίσταρχ., ἀνόπαια ἢ πανόπαια, εἶδος ἀετοῦ, πρβλ. Ὀδ. Γ. 371. 3) κατὰ τοὺς γραμμ. ἐν τοῖς Ὀξ. Ἀνεκδ. 1. 83, ἀν’ ὀπαῖα (= ἀνὰ ὀπὴν) ἄνω διὰ τῆς ὀπῆς τῆς στέγης (ὅθεν ὁ καπνὸς ἐξήρχετο), «ὀπή, ὀπαία καὶ ἀνόπαια ἡ καπνοδόχη· οὕτως Ἀριστοφάνης».