ἀπαρτίζω

From LSJ
Revision as of 10:46, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13a)

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαρτίζω Medium diacritics: ἀπαρτίζω Low diacritics: απαρτίζω Capitals: ΑΠΑΡΤΙΖΩ
Transliteration A: apartízō Transliteration B: apartizō Transliteration C: apartizo Beta Code: a)parti/zw

English (LSJ)

fut. ἀπαρτιῶ Mitteis Chr.88 iii 13 (ii A. D.):—

   A make even, σπουδὴ . . οὐκ ἀπαρτίζει πόδα does not allow his feet to move evenly, regularly, A.Th.374 (Herm. οὐ καταργίζει); produce an even result, Arist.GA780b10; ἀ. ὥστε σφαιροειδῆ εἶναι make it perfectly spherical, Id.Mete.340b35; fasten off the ends of a phylactery, PMag.Par.1.2703.    II generally, get ready, complete, Plb.31.12.10; finish, λόγον Iamb.in Nic.p.35 P.; dispose of, δίκας Mitteis Chr.l.c., cf. Charito 6.1; educate an apprentice thoroughly, POxy.724.11 (ii A. D.):— Pass., to be brought to perfection, Arist.Fr.282; to be completed, be exactly made up, ἀπηρτισμένης <τῆς> πρώτης περιόδου Hp.Morb.4.48; ἀπαρτίζεται εἰς ἑπτὰ κεφαλάς, of the golden candlestick, J.AJ3.6.7: metaph., end, result in, εἴς τι ib.16.8.2; of multiplication, make, Paul.Al.E.1; ἀπηρτισμένος complete, perfect, D.H.Dem.50; στίχος verse coinciding with a sentence, Hdn.Vers.86; πρὸς τὸ τέλος Phld. Mus.p.31 K., cf. Piet.66.    2 intr., to be complete, τῆς ὀκταμήνου ἀπαρτιζούσης Hp.Epid.2.3.17; ἀ. ὁ τόπος καὶ τὸ σῶμα fit exactly, Arist. Ph.205a32; ἀ. πρός τι square with, suit exactly, Id.Pol.1313a7; ἡ ἀπαρτίζουσα ὥρα the fitting season, Id.HA542a31; τῶν ὀργάνων οὐθὲν ἀπαρτιζόντων Epicur.Nat.11.6; οἱ -οντες corresponding precisely to definition, Stoic.2.128. Adv. ἀπαρτισμένως (sic) Simp. in Ph.949.17; cf. ἀπηρτισμένως.

German (Pape)

[Seite 281] 1) angemessen sein, passen, πρός τι Arist. pol. 5, 10; ἡ ἀπαρτίζουσα ὥρα H. A. 5, 8, u. sonst. – 2) fertig, vollständig machen, τὰ πρὸς τὸν πλοῦν Pol. 31, 20, nach Moer. hellenistisch = ἀποτελεῖν, vgl. Phryn. 447, wo Lob. aus Hippocr. u. Sp. Beispiele anführt; bei Aesch. Spt. 356 l. d. S. καταργίζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαρτίζω: μέλλ. -ίσω, καθιστῶ τι ἄρτιον, κανονικόν, σπουδὴ δὲ καὶ τοῦδ’ οὐκ ἀπαρτίζει πόδα, δὲν ἐπιτρέπει εἰς τοὺς πόδας αὑτοῦ νὰ κινῶνται κανονικῶς, προσηκόντως, Αἰσχύλ. Θ. 374 (ἀλλ’ ὁ Ἕρμαννος γράφει οὐ καταργίζει). ΙΙ. ἑτοιμάζω, τελειῶ, συμπληρῶ, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 1, 33, Πολύβ., κτλ.· ἀπ. ὥστε σφαιροειδῆ εἶναι, κάμνω τι τελείως σφαιρικόν, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 3, 26: - Παθ., καθιστῶμαι τέλειος, τελειοποιοῦμαι, Ἀριστ. Ἀποσπ. 237· τελειοῦμαι ἀκριβῶς, Ἱππ. 507. 7· ἀπαρτίζεται εἰς ἑπτὰ κεφαλάς, περὶ τῆς χρυσῆς λυχνίας, Ἰώσηπ. Ἀρχ. Ἰουδ. 3. 6, 7· ἀπηρτισμένος, πλήρης, τέλειος, Διον. Ἁλ. περὶ Δημ. 50. 2) ἀμεταβ., εἶμαι ἴσος, ἤ ἀκριβής, τῆς ὀκταμήνου ἀπαρτιζούσης Ἱππ. 1031C · ἀπ. ὁ τόπος καὶ τὸ σῶμα, ἁρμόζουσιν ἀκριβῶς, Ἀριστ. Φυσ. 3. 5, 16· ἀπ. πρός τι, Λατ. quadrare ad.., εἶμαι τελείως κατάλληλος, ἁρμόζω ἐντελῶς, ὁ αὐτ. Πολ. 5. 10, 37· ἡ ἀπαρτίζουσα ὥρα, ἡ κατάλληλος ὥρα (τοῦ ἕτους), ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 5. 8, 7· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 447.